Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Η Ντόρα που απειλούσε να φύγει από τη ΝΔ και το παιχνίδι Μητσοτάκη – Κόκκαλη

Το δίδυμο Κόκκαλη – Μητσοτάκη 

(από το περιοδικό “Αντί”, τεύχος 720 της 8/9/2000)

kokkalisanti

 Την ώρα που ο Αντώνης Σαμαράς θα περνά το κατώφλι της Ρηγίλλης, εγώ θα εγκαταλείπω οριστικά τη Ν.Δ.,και η ευθύνη της αποχώρησής μου δεν θα βαρύνει εμένα.
(Ντόρα Μπακογιάννη, στα Νέα της 12.8.2000)
του Ρεπόρτερ
Δεν γνωρίζω αν ο κλιματισμός της οικίας της κ. Μπακογιάννη τη στιγμή που έκανε την προηγούμενη δήλωση λειτουργούσε καλά. Είμαι της γνώμης πάντως ότι δεν θα λειτουργούσε, και ότι η κ. Μπακογιάννη θα βρισκόταν μάλλον υπό την επήρεια του καύσωνος. Επειδή δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά το πολιτικό ολίσθημα στο οποίο υπέπεσε, να επιδεικνύει δηλαδή τέτοια αποστροφή απέναντι στον κ. Σαμαρά.

Η δήλωση, όμως, που με άφησε στην κυριολεξία άναυδο ήταν εκείνη που έκανε τρεις ημέρες αργότερα (Τρίτη, 15.8) από την Χαλκιδική, πάλι εν μέσω καύσωνος: Απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων για το ενδεχόμενο επιστροφής τού προέδρου της ΠΟΛΑΝ στη Ν.Δ., εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί και πρόσθεσε: Η Ν.Δ. έχει κάνει σημαία της τον αγώνα κατά της διαφθοράς και των διαπλεκομένων η σημαία αυτή θα υποσταλεί, σε περίπτωση που επιστρέψει το συγκεκριμένο πρόσωπο στο κόμμα. Για όσους δεν κατάλαβαν καλά, η κ. Μπακογιάννη αναφερόταν στην ανατροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1993. Ο πατέρας της και πρώην πρωθυπουργός δεν έπαψε στιγμή από τότε να επιρρίπτει την ευθύνη για την ανατροπή της κυβέρνησής του σε μια υποτιθέμενη και αναπόδεικτη μέχρι σήμερα σκοτεινή συνωμοσία του Σωκράτη Κόκκαλη με τον Αντώνη Σαμαρά.
Όχι βεβαίως πως ο κ. Κόκκαλης δεν είχε λόγους να ανατρέψει την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κάθε άλλο. Για τελείως διαφορετικούς, όμως, λόγους από εκείνους που επικαλείται μέχρι σήμερα ο επίτιμος. Όσα έφερε στο φως από τότε η έρευνα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τόσο ο κ. Μητσοτάκης όσο και η κ. Μπακογιάννη διαθέτουν αρκετό θράσος για να επιρρίπτουν σε άλλους την ευθύνη για την διαπλοκή. Θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι δεν μιλάνε ποτέ για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου.

Μια περίεργη συνάντηση στο Τόκυο

720 89200
Το εξώφυλλο του Αντί, τ. 720 με τις αποκαλύψεις για το δίδυμο...
Όπως ασφαλώς πολλοί θα ενθυμούνται, ένα από τα γεγονότα που προκάλεσαν τότε σάλο εναντίον της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν η πρόθεσή της να εκχωρήσει, με νόμο, το 35% του ΟΤΕ και το management του οργανισμού στον λεγόμενο Στρατηγικό Επενδυτή. Σύμφωνα με στοιχεία που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας, πρόθεση του κ. Μητσοτάκη ήταν το management του ΟΤΕ να αναλάβει ο ιαπωνικός κολοσσός ΝΤΤ-Ιnternational με τον οποίο είχε έρθει σε επαφή μέσω του στενού του φίλου, μεγαλοτραπεζίτη Μ. Zομπανάκη. Άλλωστε ο νόμος για την εκχώρηση του ΟΤΕ ήταν επινόηση του τελευταίου, ο οποίος ήταν μέλος του Δ.Σ. της ΝΤΤ-Ιnternational και χειριζόταν όλες τις διεθνείς υποθέσεις του Ιαπωνικού Οργανισμού.
Οι συνεννοήσεις Μητσοτάκη-ΝΤΤ φαίνεται να έγιναν στο Τόκυο, τον Σεπτέμβριο του 1990, με αφορμή τη συμμετοχή τού τότε πρωθυπουργού στην σύνοδο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής για την ενίσχυση της ελληνικής υποψηφιότητας. Κύριος στόχος του ταξιδιού του κ. Μητσοτάκη δεν ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες αλλά η διαπραγμάτευση με την ηγεσία της ΝΤΤ, με την οποία συναντήθηκε στις 18.09.90, στην σουίτα του, στο Ξενοδοχείο Ρrince Τakanawa. Στη συνάντηση παρευρίσκετο φυσικά και ο Μ. Zομπανάκης.
Ίσως δεν θα μάθουμε ποτέ τι ακριβώς συζητήθηκε και συμφωνήθηκε εκείνη την Τρίτη του 1990 στην πρωθυπουργική σουίτα του Ρrince Τakanawa. Γνωρίζουμε όμως ότι λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Νοέμβριο του 1990, η ΝΤΤ υπέβαλε στο υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών πρόταση για ένα Σχέδιο Ανάπτυξης των Τηλεπικοινωνιών. Την ίδια εποχή η κυβέρνηση Μητσοτάκη, υπό την καθοδήγηση του κ. Zομπανάκη, πίεσε τον ΟΤΕ για την πρόσληψη ιαπώνων ειδικών, οι οποίοι θα βοηθούσαν υποτίθεται τον ΟΤΕ στην σύνταξη ενός επιχειρησιακού σχεδίου ανάπτυξης των ελληνικών τηλεπικοινωνιών (Βusiness Ρlan).
Στην πραγματικότητα, στόχος των Ιαπώνων ήταν να συλλέξουν όλα τα στοιχεία για την υποδομή, την τεχνική λειτουργία και την εμπορική κατάσταση του ΟΤΕ που θα χρειάζονταν αργότερα για την εξαγορά του. Έτσι θα γνώριζαν τι ακριβώς αγοράζουν και θα αποκτούσαν τη δυνατότητα να προσφέρουν ένα τίμημα με επίγνωση της πραγματικής αξίας του ΟΤΕ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν η ΝΤΤ υπέβαλε στον ΟΤΕ το Σχέδιο Ανάπτυξης των Τηλεπικοινωνιών τόσο η διοίκηση του Οργανισμού όσο και ο τότε αρμόδιος υφυπουργός κ. Απ. Κράτσας είχαν πλήρη άγνοια του γεγονότος. Ο δεύτερος μάλιστα θεωρούσε ως την μεγαλύτερη επιτυχία της πολιτικής του καριέρας την ανάθεση μελέτης με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο στην Ευρωπαική Εταιρεία Coopers & Lybrand με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαικής Ένωσης. Έτσι, για να μην αδειάσουν τον κ. Κράτσα, ενέργεια που θα αποκάλυπτε τους επιδιωκόμενους σκοπούς, κατέφυγαν στον ακόλουθο ελιγμό για την εισαγωγή της ΝΤΤ στις διαδικασίες εξαγοράς του ΟΤΕ:
Τον Μάρτιο του 1991, με εντολή του τότε αντιπροέδρου της κυβέρνησης Τζ. Τζαννετάκη, η ΝΤΤ ανέλαβε καθήκοντα συμβούλου υποστήριξης της εισαγωγής της Κινητής Τηλεφωνίας στον ΟΤΕ. Επιπλέον, σαν επικουρικό έργο τής ανατέθηκε η εκπόνηση μιας μελέτης εκσυγχρονισμού των Ελληνικών Τηλεπικοινωνιών και μάλιστα με αμοιβή 150.000.000 δρχ. Όλοι βεβαίως γνώριζαν τότε ότι στην Ελλάδα επρόκειτο να εγκατασταθεί το ευρωπαικών προδιαγραφών σύστημα GSΜ, το οποίο ήταν άγνωστο στους Ιάπωνες. Μόνον αργότερα κάποιοι κατάλαβαν ότι πραγματικός στόχος του κ. Μητσοτάκη ήταν να δώσει στους Ιάπωνες τα εργαλεία ακτινογράφησης του ΟΤΕ.
Οι Ιάπωνες παρουσίασαν το επιχειρησιακό σχέδιο ανάπτυξης τον Δεκέμβριο του 1991, σε πανηγυρική μάλιστα συνεδρίαση του Δ.Σ. του ΟΤΕ. Ο έλεγχος των προμηθειών του ΟΤΕ ήταν στρατηγικός στόχος της εταιρείας ΝΤΤ. Βάσει του επιχειρησιακού σχεδίου, μέσα στην πρώτη πενταετία (1994-98) οι προμήθειες του ΟΤΕ θα ξεπερνούσαν τα 1,2 τρισεκατομμύρια δρχ. Ως διαχειριστής του ΟΤΕ, η ΝΤΤ θα μπορούσε κατά συνέπεια να εισπράξει εύκολα ως προμήθεια ένα ποσοστό της τάξεως του 5-10%. Με τον τρόπο αυτό θα είχε αποκτήσει και το Μanagement και τις μετοχές του ΟΤΕ χωρίς να καταβάλει δραχμή. Στις 10.03.92 το Δ.Σ. του ΟΤΕ αποφάσισε να παρατείνει την παραμονή των ιαπώνων συμβούλων μέχρι 6.5.92 με πρόσθετη μάλιστα αμοιβή 25 εκατ. δρχ., προφανώς για να ολοκληρώσουν πλήρως την ακτινογράφηση του Οργανισμού εν όψει της επικείμενης τότε ψήφισης του νόμου για τον Στρατηγικό Επενδυτή.
Όλοι, λοιπόν, αντιλαμβάνονται πόσο μεγάλο ήταν το παιχνίδι που παιζόταν στα παρασκήνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όταν τελικά ψηφίσθηκε ο νόμος για την εκχώρηση του ελέγχου του ΟΤΕ στον Στρατηγικό Επενδυτή (13.08.93). Αν οι Ιάπωνες αποκτούσαν τον έλεγχο του ΟΤΕ, είναι βέβαιο ότι θα πετούσαν έξω τον Κόκκαλη και η Ιντρακόμ θα έχανε την κύρια πηγή της σε ρευστό χρήμα. Από την άλλη βέβαια, οι Ιάπωνες θα αποκτούσαν μέσω του ΟΤΕ τη δυνατότητα διείσδυσης στην τόσο προσοδοφόρα ευρωπαική τηλεπικοινωνιακή αγορά, επειδή καμιά άλλη χώρα της Ευρώπης δεν θα επέτρεπε ποτέ σε μη Ευρωπαίους να αλώσουν τον εθνικό της τηλεπικοινωνιακό οργανισμό.

Ποια είναι η αλήθεια;

Το συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα είναι ότι αν πρόθεση του κ. Μητσοτάκη ήταν να παραδώσει τον ΟΤΕ στην ιαπωνική ΝΤΤ, τότε ο Σ. Κόκκαλης θα έκανε τα πάντα για να τον εμποδίσει, θα επεδίωκε ακόμα και την ανατροπή της κυβέρνησής του. Και μάλλον έτσι έγινε. Όλα αυτά όμως δεν είχαν καμία σχέση με την διαφάνεια και την απαλλαγή της δημόσιας ζωής του τόπου από την διαπλοκή και τους διαπλεκόμενους. Όλα όσα έγιναν το 1993 αφορούσαν μόνο την διαπλοκή του ίδιου του κ. Μητσοτάκη. Όποιος επιθυμεί μπορεί να διερευνήσει λεπτομερέστερα τα γεγονότα που εκθέτουμε σήμερα. Και να ανατρέξει σε συμφωνίες, συμβάσεις και αρχεία που αποκαλύπτουν πολλά. Όπως, παραδείγματος χάριν, ένα άκρως αποκαλυπτικό απολογητικό υπόμνημα που κατέθεσε ο Σωκράτης Κόκκαλης στους ανακριτές, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη δίωξη σε βαθμό κακουργήματος, δίωξη  που ασκήθηκε εναντίον του για την υπογραφή της σύμβασης των 1.000.000 ψηφιακών παροχών του ΟΤΕ, το 1996.
Ένα είναι βέβαιο: Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε τα γεγονότα του 1993, την ανατροπή δηλαδή της κυβέρνησής του και την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησε, για να δημιουργήσει μία ακόμα μεγάλη παρεξήγηση προς όφελός του. Μια παρεξήγηση, συνέχεια εκείνης που δημιούργησε όταν πρώτος εισήγαγε στο νεοελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο τον όρο διαπλεκόμενα, με τρόπο όμως που απομάκρυνε την ευθύνη από ενδεχόμενους πολιτικούς, όπως ο ίδιος. Επειδή, εξ ορισμού διαπλεκόμενοι δεν μπορεί να είναι οι επιχειρηματίες αλλά οι πολιτικοί.

Η συνάντηση με τον Ρόκκο

Στην πραγματικότητα, οι σχέσεις του Κ. Μητσοτάκη με τον Σ. Κόκκαλη και την Ιντρακόμ πάνε πολύ μακριά. Το 1965, ο Σωκράτης Κόκκαλης (στρατολογημένος ήδη στην Στάζι με το ψευδώνυμο Ρόκκο) ήρθε στην Ελλάδα για να προωθήσει τα σχέδια της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης για την ίδρυση της Ιντρακόμ. Χρησιμοποιώντας το κύρος του ονόματος του πατέρα του, καθηγητή Πέτρου Κόκκαλη, και τις γνωριμίες του εκδότη Παπαγεωργίου συναντήθηκε τότε με επιφανείς πολιτικούς παράγοντες της εποχής και προώθησε την ιδέα της ίδρυσης μιας εταιρείας εμπορικών ανταλλαγών Ελλάδας-Ανατολικής Γερμανίας. Μεταξύ των παραγόντων εκείνων ήταν ο τότε υπουργός Οικονομικών Κ. Μητσοτάκης, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Στεφανόπουλος, ο υπουργός Μεταφορών Αλαμάνης και ο υπουργός Εσωτερικών Τσιριμώκος.
Μετά την ολοκλήρωση των επαφών εκείνων, ο Σ. Κόκκαλης ενημέρωσε την Στάζι για την πρόοδο της μυστικής επιχείρησης με γραπτή αναφορά (βλ. τχ. Αντί 627, 707) στην οποία επισημαίνει μεταξύ άλλων:
Η ιδέα της ίδρυσης της Εταιρείας Εμπορίου βασίζεται στην εμπλοκή υψηλών μελών της κυβέρνησης και βιομήχανων που θα απολαμβάνουν από τα κέρδη αυτής της εταιρείας και έτσι θα έχουν άμεσο ενδιαφέρον για την επιτυχία της. Τα πρόσωπα αυτά θα πρέπει κατ αρχήν να μην αναμειχθούν φανερά. Κατά την γνώμη μου θα μπορούσε εκτός από την επιτυχία στην ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων να αντληθεί αργότερα και σημαντικό πολιτικό όφελος από την ιστορία αυτή. Θα μπορέσουν έτσι να διαπιστωθούν οι μέθοδοι με τις οποίες η Δυτική Γερμανία και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ ασκούν πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση, ώστε να εμποδιστούν οι σχέσεις με την DDR. Ταυτόχρονα θα ήταν δυνατή μια επέμβαση στους κυβερνητικούς κύκλους, ώστε να βελτιωθούν οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών.
Τα διαπλεκόμενα, ως αντίληψη για τις άνομες σχέσεις πολιτικής και οικονομικών παραγόντων, διατυπώθηκαν με ευκρίνεια από τον Σωκρ. Κόκκαλη αρκετά νωρίς (1965), και τότε, στην πρώτη προσπάθεια εφαρμογής στην πράξη, ο Κόκκαλης είχε προσεγγίσει τον Κ. Μητσοτάκη.

Ο Κaskadeur, o Μητσοτάκης και οι παροχές της Οικουμενικής

Σύμφωνα με το ημερολόγιο που τηρούσε η Στάζι, οι επαφές του Κόκκαλη με τον Μητσοτάκη συνεχίσθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν και εντάθηκαν όταν ο δεύτερος ανέλαβε την αρχηγία της Ν.Δ. Σε μια άκρως απόρρητη έγγραφη αξιολόγηση του πράκτορα Κασκαντέρ από τον υπεύθυνο του τμήματος ΧVΙΙΙ/8 της Στάζι, ταγματάρχη Βίλλυ Κοχ, με ημερομηνία 31.1.1986 (βλ. τχ. 705) αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
Η τωρινή χρήση του Κaskadeur στο τμήμα ΗV Α/ΙΙΙ, κάτω από την επίβλεψη του υπουργείου Εξωτερικών δείχνει ότι ο Κασκαντέρ έχει πολύ καλές επιχειρησιακές προοπτικές (βλέπε επιστολή υποστράτηγου Ρrosetzky από 24.1.1986). Διαθέτει επιχειρησιακού ενδιαφέροντος προσωπικές διασυνδέσεις στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, διατηρεί σχέσεις με υπουργεία και με πολιτικές ομάδες υψηλής επιρροής, τον Παπανδρέου και τον αρχηγό της Αντιπολίτευσης Μητσοτάκη και είναι σε θέση να αποκτήσει εσωτερικές πληροφορίες από το χώρο αυτό (βλ. αναφορά της ΗV Α/ΙΙΙ, από 26.11.85).
(Βλέπε το πρωτοδημοσιευόμενο σχετικό έγγραφο).
Ποιές να ήταν, άραγε, αυτές οι επιχειρησιακού ενδιαφέροντος προσωπικές διασυνδέσεις του Κόκκαλη με τον Μητσοτάκη για τις οποίες κάνει λόγο το έγγραφο; Αφορούσαν μόνο την Ιντρακόμ και τον ΟΤΕ, ή μήπως και κάποιες άλλες μυστικές επιχειρήσεις; Όπως καταγράφεται πάντως στα αρχεία της Στάζι, εκείνοι που μεσολαβούσαν μεταξύ Κόκκαλη-Μητσοτάκη ήταν, πριν από το 1985, ο Άρης Βουδούρης και ο Κώστας Σπυρόπουλος.
Πάντως, η χρησιμότητα αυτών των επαφών αποδείχθηκε με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο τρία χρόνια αργότερα: Παρά τις έντονες αντιδράσεις, οι τρεις αρχηγοί της Οικουμενικής Κυβέρνησης έδωσαν εντολή στον ΟΤΕ να προχωρήσει στην υπογραφή της σκανδαλώδους σύμβασης με την Ιντρακόμ-ZΙΕΜΕΝS για την παροχή 470.000 ψηφιακών παροχών στις 31.1.1990, η οποία και υπογράφηκε την επομένη ημέρα 1.2.1990 από τη Διοήκηση του ΟΤΕ  σύμβαση που άνοιξε τον δρόμο για την άλωση του ΟΤΕ από τον Κόκκαλη.
Μετά τον Απρίλιο του 1990, που ανέλαβε την πρωθυπουργία ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης, και μέχρι τις 9.9.1993, που ανετράπη η κυβέρνησή του, η Διοίκηση του ΟΤΕ με εντολή του έδωσε στο δίδυμο Κόκκαλη-Ziemens, 1.000.000 ψηφιακές παροχές αξίας 70 δισ. με απευθείας ανάθεση (με τη σύμφωνη γνώμη και του εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ Θανάση Γρεβενίτη και με μοναδικό μειοψηφήσαντα τον εκπρόσωπο του ΣΥΝ Δημήτρη Στρατούλη) και μόνη προυπόθεση εάν διαγωνισμός που θα γινόταν κάποτε, στο μέλλον, απέδιδε μικρότερες τιμές, τότε οι δύο εταιρείες θα πλήρωναν τις διαφορές που θα προέκυπταν αναδρομικά στον ΟΤΕ. Η αλήθεια είναι ότι ο διαγωνισμός που έγινε το 1994 για 1.150.000 ψηφιακές παροχές απέδωσε μικρότερες τιμές, αλλά οι δύο εταιρείες, ποτέ, μα ποτέ, δεν πλήρωσαν στον ΟΤΕ τη διαφορά αυτή που ανερχόταν σε 11 δισ. δρχ. Οι συμβάσεις αυτές προκάλεσαν αλλεπάλληλες κυβερνητικές κρίσεις και τις παραιτήσεις των Γιάννη Κεφαλογιάννη και Απόστολου Κράτσα.
Μέχρι τις εκλογές του 1989 ο κομματικός μηχανισμός της Ν.Δ. καλλιεργούσε την αντιπαλότητα με τον Κόκκαλη, λόγω των σχέσεών του με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τη Δήμητρα Λιάνη (βόλτες με το κότερο του Κόκκαλη Γκουανταλαχάρα κ.λπ.). Στην πραγματικότητα, όμως, ο Μητσοτάκης είχε φροντίσει οι σχέσεις του στο παρασκήνιο με τον Κόκκαλη να παραμένουν καλές, με τη διαμεσολάβηση του Κ. Σπυρόπουλου, της Νίκης Τζαβέλλα και άλλων. Οι σχέσεις ήταν τόσο στενές που η γραμμή στην εφημερίδα του Κόκκαλη Επικαιρότητα υπαγορευόταν τότε απευθείας από το πρωθυπουργικό γραφείο. Αν χρειαστούν λεπτομέρειες, θα επανέλθουμε.
Είναι βέβαιο ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν είπε ποτέ όλη την αλήθεια για τις σχέσεις του με τον Κόκκαλη. Και ψεύδεται όταν ισχυρίζεται ότι ο Κόκκαλης τον ανέτρεψε επειδή δεν υπέγραφε τάχα τη σύμβαση του 1.000.000 παροχών. Αν πράγματι διαφωνούσε με την ανάθεση της σύμβασης για τις 1.000.000 παροχές στον Κόκκαλη, θα μπορούσε να την κατακυρώσει στις αντίπαλες εταιρείες από την πρώτη ακόμα φάση του διαγωνισμού, όταν δηλαδή οι τιμές που προσέφεραν η ZΙΕΜΕΝS και η ΙΝΤΡΑΚΟΜ (40.000 δρχ. ανά ψηφιακή παροχή) ήταν τρομακτικά μεγαλύτερες από τις προσφορές των άλλων εταιρειών, κατά 20.000-23.000 δρχ. ανά ψηφιακή παροχή, γεγονός που προκάλεσε μάλιστα και την παρέμβαση της ΕΟΚ.
Τι έκανε τότε ο κ. Μητσοτάκης; Όπως και στην περίπτωση της προηγούμενης σύμβασης των 475.000 παροχών ζήτησε από την ΙΝΤΡΑΚΟΜ και την ZΙΕΜΕΝS να κάνουν κάποια έκπτωση, αντί να κατακυρώσει το διαγωνισμό στον μειοδότη. Τόση διαφάνεια! Πράγματι, για να μην φέρει τον Κ. Μητσοτάκη σε δύσκολη θέση, ο Κόκκαλης ανταποκρίθηκε και μείωσε τις τιμές στις 30.000 δρχ. ανά παροχή. Αλλά και πάλι η διαφορά ήταν μεγάλη. Όμως, αντί και πάλι να κατακυρώσει τη σύμβαση στον μειοδότη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνέχισε να εκλιπαρεί τον Κόκκαλη να κάνει και άλλη έκπτωση στις τιμές, αλλά αυτός δεν ανταποκρίθηκε και το έπαιζε σκληρός. Και πάλι η κυβέρνηση δεν κατακύρωσε τον διαγωνισμό στον μειοδότη, αλλά προτίμησε να τον αναβάλει από τις 15.7.93 για τις 15.9.93 και στη συνέχεια για τις 15.10.93. Μεσολάβησαν, όμως, οι εκλογές της 10.10.93 και έτσι το πρόβλημα ανέλαβε να λύσει το ΠΑΣΟΚ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου