Είναι σαράντα μέρες που έφυγες σιωπηρά.
Δεν έφταιγε ο Μάρτης ούτε κι εκείνη η Δευτέρα.
Απλώς
το θέλησες, γιατί, όπως μου είχες πει, “κουράστηκα αδελφέ”. Και όπως το ’χες συνήθεια, δεν ήθελες να κουράζεις αυτούς που αγαπάς, ιδιαίτερα την Κωνσταντίνα σου.
το θέλησες, γιατί, όπως μου είχες πει, “κουράστηκα αδελφέ”. Και όπως το ’χες συνήθεια, δεν ήθελες να κουράζεις αυτούς που αγαπάς, ιδιαίτερα την Κωνσταντίνα σου.
Τούτες τις μέρες η παρουσία σου είναι
πολύ πιο έντονη στη σκέψη μου. Βλέποντας πολλούς
να πανηγυρίζουν για την “Επανάστάση” (ναι, έτσι
ονομάζουν
την επιβολή της δικτατορίας του ’67) και άλλους για την νίκη της δημοκρατίας (ξεχνώντας την δικτατορία που μας έχουν επιβάλει “οι αγορές”) θυμάμαι εσένα.
την επιβολή της δικτατορίας του ’67) και άλλους για την νίκη της δημοκρατίας (ξεχνώντας την δικτατορία που μας έχουν επιβάλει “οι αγορές”) θυμάμαι εσένα.
Θυμάμαι που μας έβαλαν πέντε παιδιά
στην πέτρινη σκάλα και μας σημάδευαν με τα όπλα
οι χωροφύλακες και οι ΤΕΑτζήδες, όταν ήλθαν
Μεγάλη Πέμπτη να ψάξουν το σπίτι μας “για να
βρουν τα όπλα”.
Ήσουν έντεκα χρονών τότε. Θα ’ταν λίγο
μετά το Πάσχα, αν θυμάμαι καλά. Έκτη δημοτικού
πήγαινες και γράφαμε γραμματική κοντά στο
παράθυρο που είχε φως. Γιατί ξέραμε καλά πως,
αν πέσει το σκοτάδι, το φως της λάμπας πετρελαίου
ή το λυχνάρι δεν πόρευαν.
Και ξαφνικά, εκεί στο μέσο σούρουπο,
έπεσες στο ξύλινο πάτωμα. Νόμισα πως αστειεύεσαι
και έτσι έδειξες όταν σηκώθηκες γελώντας. Δεν
ήθελες να μ’ ανησυχήσεις. Αλλά η αρρώστια πιο
δυνατή σε ξανάριξε και δεν σηκώθηκες. Σε ελάχιστο
χρόνο ήσουν άλαλος, άνευρος, με κλειστά τα μάτια,
λες και το κορμί σου είχε δραπετεύσει από τα
ρούχα.
Όταν ήλθε η μάνα και σε είδε συφοριάστηκε.
Πού να πάει η δόλια μέσα στη νύχτα;
Ήταν βλέπεις και οι χωροφύλακες και
κάποιοι συγχωριανοί των ΤΕΑ που φύλαγαν έξω
από το σπίτι μας, μπας και έλθει κρυφά ο πατέρας,
του οποίου την τύχη αγνούσαμε και εμείς.
Άραγε κατάφερε να φύγει από την Αθήνα
για το εξωτερικό ή τον έπιασαν και βρίσκεται
φυλακή ή εξορία;
Το χωριό θεοσκότεινο, άγρια τα καντούνια
του, ο φόβος κούρνιαζε μαζί με τα κρωξίματα της
κουκουβάγιας παντού... Οι φρουροί της “επαναστάσεως”
κάπνιζαν και χαχάνιζαν έξω από το σπίτι κι εμεις
λουφάζαμε περιμένοντας να ξημερώσει. Το ίδιο
και η μάνα, που περίμενε το φως της αυγής, ενώ
εσύ, το τρίτο της παιδί, αργοπέθαινες βουβά.
Πάλαιψε ως το χάραμα το σκοτάδι, μα τελικά
υποχώρησε μπρος στο σινιάλο του αυγερινού
στο φως. Τότε σε πήρε αγκαλιά η μάνα και αλλόφρονη
έφυγε για να κατέβει στη δημοσιά μπας και βρει
κανένα αμάξι για να σε πάει στην πόλη, στον γιατρό.
Κοντά πενήντα χιλιόμετρα η απόσταση και κάπου
τρία το λιθόστρωτο από το χωριό στον αμαξωτό
δρόμο.
Ολόκληρη την ιστορία την μάθαμε από
τα χείλη της όταν πια μεγαλώσαμε. Την συνάντησε
το λεωφορείο της γραμμής να σε παιγαίνει αγκαλιά,
“ένα κομμάτι κρέας ήτανε” στη μέση της δημοσιάς.
Σταμάτησε. “Πού πας κυρά μου με το παιδί;” ρώτησε
ο οδηγός. “Στην Καλαμάτα· είναι άρρωστο, δεν
ξέρω τι έχει...”.
Μπήκε στο λεωφορείο και μ’ εσένα διαρκώς
σε κώμα έφθασε στην Καλαμάτα και στο ιατρείο
του Πέτρου Καρακούση, παιδιάτρου που συνελήφθη
από την “κατάσταση” και οδηγήθηκε στο 9º Σύνταγμα
Πεζικού, αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος, αφού
“βούηξε η πόλη”.
“Τώρα μου το έφερες; Τι να το κάνω;” ήταν
η κουβέντα του όταν σε είδε, ενώ συγχρόνως διέταξε:
“ταξί και στο νοσοκομείο”.
Ο ίδιος τηλεφώνησε και έδωσε οδηγίες
για την αντιμετώπιση του περιστατικού. Η διάγνωση
τρομερή: μηνιγγίτιδα!
Δύο φορές μέσα σε δέκα ημέρες έδωσε
αίμα η μάνα, γιατί η ομάδα σου ήταν δυσεύρετη:
μηδέν αρνητικό!
Πέρασαν δέκα ημέρες σιωπής, αγωνίας,
πάλης με τον χάροντα. Εμείς στο χωριό δεν ξέραμε
τίποτα, ούτε και η γιαγιά που μας φρόντιζε. Μόνο
ότι “ο Σωκράτης είναι άρρωστος”.
Μετά άνοιξες τα μάτια και κοίταζες
το ταβάνι. Ειδοποιήθηκε ο γιατρός, που έφθασε
τρέχοντας. Σε κοίταξε και έβγαλε από την τσέπη
του ένα εικοσάρικο, εκείνο με το άλογο. “Τι είναι
αυτό;” σε ρώτησε. “Εικοσάρικο”, απάντησες. “Μπράβο
ρε την πήδησες”.
Μετά από μερικές ημέρες ήλθατε στο
χωριό και η ζωή κύλησε ομαλά μέσα στην ανωμαλία
που μας προσέφερε απλόχερα “η επανάστασις”
και οι εκδικητικοί βραχίονές της, που δεν ήξεραν
τι πάει να πει ιδεολογία, πολλοί δε από αυτούς
ούτε και ηθική. Σημαδεμένοι οικογενειακώς
ήθελαν να μας πάρουν ακόμη και τη μπουκιά από
το στόμα. “Δια λόγους τάξεως και εθνικού συμφέροντος
η αίτισίς σας απορρίπτεται”, ήταν η απάντηση
του υπουργείου στο αίτημα του πατέρα για να
του χορηγηθεί διαβατήριο για να μπαρκάρει...
Είχαμε λοιπόν τόσο μεγάλη αξία, που επηρεάζαμε
“το εθνικό συμφέρον”; Έτσι μας έβλεπε “η εθνοσωτήριος”
κι εκείνο το πουλί που δέσποζε μπροστά από το
σχολείο και το κοινοτικό γραφείο;
Πέρασαν τα χρόνια και “η δημοκρατία”
πήρε σφουγγάρι και έσβηνε μνήμες μπας και ηρεμήσει
ο τόπος. Κι εσύ, κλήθηκες να υπηρετήσεις την θητεία
σου. Αλλά η δημοκρατία υιοθετούσε πολλές από
τις χουντικές συνήθειες και μας είχε καταγράψει
“ανεπιθύμητους”. Κι έτσι την έβγαλες για 32 μήνες
στο Νευροκόπι με μια - δυο άδειες.
Μερικοί προσπαθούσαν να ξαναγράψουν
τα χουντικά συμβάντα, να τα φέρνουν διαρκώς
στο προσκήνιο ώστε να είναι ζωντανά, για να λαμβάνουν
οι δικοί τους αντίτιμο “αντίστασης” από το
κράτος. Ακόμη και πρωταγωνιστές πέρασαν στη
νέα δημοκρατική όχθη, όχι ως μετανοιωμένοι
αλλά ως ταλαιπωρημένοι από το καθεστώς. Άλλοι
πάλι, νοσταλγοί αυτοί, κατέγραφαν στα σκοτάδια
και αναζητούσαν την ευκαιρία. Τους την έδωσε
η δικτατορία των αγορών που επιβλήθηκε στην
πατρίδα μας.
Αλλά και αυτήν μπορούμε να την αντέξουμε,
μου έλεγες, ενώ έβλεπα στα μάτια σου, διάβαζα
στην καρδιά σου ότι άλλο δεν μπορείς ν’ αντέξεις.
Και δεν το άντεξες αγαπημένε μου. Και μας λείπεις
πολύ. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου