Του Χρίστου Κ. Κοτσωνή
Στην Ελλάδα με
τη γη τη χρήση και την προστασία της έχουμε χάσει το στοίχημα της σοβαρότητας,
αφού ποτέ δεν γνωρίζαμε τι ακριβώς έχει στο κεφάλι του το (υδροκέφαλο) ελληνικό
κράτος.
Για να
σκιαγραφήσουμε την κατάσταση οφείλουμε δούμε το θέμα από την αρχή, κάτι που δεν
πράττει το ελληνικό κράτος που έρχεται και ξανάρχεται με δασικούς νόμους έχοντας
πάντα στο στόχαστρο έσοδα από τις τσέπες των υπηκόων του και, φυσικά, όπως
τώρα, τις περιουσίες μέσω των Δασικών Χαρτών.
Θα είναι ωφέλιμο
για τη δημοκρατία μας οι αρμόδιοι να μελετούν την ιστορία. Επίσης, ο νομικός
κόσμος οφείλει να λάβει θέση επί του θέματος, αφού μελετήσει πολύ καλά τη
νομική ιστορία του μεγάλου ζητήματος των γαιών της πατρίδας μας.
Φυσικά και
έπρεπε προ πολλών δεκαετιών να έχουν αναρτηθεί και κυρωθεί οι Δασικοί Χάρτες
και να έχει συνταχθεί Εθνικό Κτηματολόγιο.
Με μια
προϋπόθεση: το κράτος να έχει δικαία συμπεριφορά προς όλους, συνέπεια και συνέχεια˙
να μην πράττει άλλα χθες, άλλα προχθές και άλλα σήμερα διότι, ευτυχώς υπάρχει (ακόμη)
Δικαιοσύνη. Κι έτσι όπως χτίζει το οικοδόμημα των Δ.Χ. αυτό θα καταρρεύσει με
την πρώτη έκδοση μιας δικαστικής απόφασης. Όπως έχει συμβεί και σε πολλές άλλες
περιπτώσεις!
Η
ιστορία άλλα λέει…
Η πρώτη επίσημη τοποθέτηση για τις εθνικές
γαίες από τους εξεγερμένους Έλληνες προέρχεται από την Πελοποννησιακή Γερουσία,
η οποία, µε την «Εγκύκλιο της Στεμνίτσας»,
προσδιόριζε τα δοσίματα που θα έπρεπε να ισχύσουν για τις γαίες που ανήκαν σε Οθωμανούς
πριν από την έναρξη του Αγώνα και τα οποία θα χρησιμοποιούνταν για την κάλυψη
των αναγκών του πολέμου. Στη συνέχεια η Α΄
Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου επέτρεψε την εκποίηση μέρους των εθνικών
γαιών, ενώ λίγο αργότερα το ίδιο σώμα
υιοθέτησε την απόφαση της Πελοποννησιακής
Γερουσίας για την καταβολή εκ μέρους των χωρικών του τριτοδεκάτου στις
περιπτώσεις καλλιέργειας εθνικών γαιών. Κατά την Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823, ψηφίσθηκε ρύθμιση σύµφωνα µε
την οποία το Βουλευτικό μπορουσε να αποφασίσει την πώληση όλων των εθνικών
γαιών, ανάλογα µε τις ανάγκες που θα προέκυπταν. Ωστόσο, εκδηλώθηκε αντίδραση και
έτσι υιοθετήθηκε το ΛΒ΄ Ψήφισμα
σύµφωνα µε το οποίο μπορούσαν να πουληθούν µόνο τα φθαρτά κτήματα (εργαστήρια,
σπίτια, μύλοι κ.λπ.). Η οικονομική ανέχεια των κυβερνήσεων, ιδίως κατά την
περίοδο της πολιορκίας του Μεσολογγίου, οδήγησε τελικά στον νόμο ΝΓ΄ της 6ης Φεβρουαρίου
1826, σύµφωνα µε τον οποίο επιτρεπόταν, κατά παράβαση του Ψηφίσματος ΛΒ΄, να
πωληθούν κάθε είδους εθνικά κτήματα µε σκοπό να συγκεντρωθούν χρήματα, τα οποία
θα επέτρεπαν την ενίσχυση των πολιορκημένων. Με βάση τον νόμο αυτόν,
υποστηρίζεται ότι εκποιήθηκαν σημαντικές εκτάσεις εθνικών γαιών. Παράλληλα, οι
αρχές του Αγώνα προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τις εθνικές γαίες για να
προσελκύσουν και να ανταμείψουν εκείνους που συμμετείχαν στις στρατιωτικές
επιχειρήσεις.
Κατά την διάρκεια του Αγώνα δόθηκε η
πρώτη και θεμελιωδέστερη απάντηση στο πρόβλημα των εθνικών γαιών: «δικαιώµατι
πολέµου», έννοια που αναγνωρίσθηκε και από τις συνθήκες Λονδίνου και
Κωνσταντινούπολης που ακολούθησαν και με τις οποίες έγινε ανεξάρτητο κράτος η
Ελλάδα.
Για τις ιδιωτικές
εκτάσεις ίσχυσαν τα εξής: Όσοι από
τους χριστιανούς καλλιεργητές είχαν το εμπράγματο
δικαίωμα της εξουσίασης (tessarouf) επί
των γαιών που καλλιεργούσαν πριν από τον Αγώνα, δικαίωμα μεταβιβάσιμο και
κληρονομήσιμο, αναγνωρίστηκαν από το ελληνικό δημόσιο ως απόλυτοι κύριοι της γης.
Οι καλλιεργητές αυτοί όφειλαν να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους µε τίτλους κυριότητας (mulkname), που
αναγνωρίζονταν από το οθωμανικό δίκαιο, ή ακόµη µε αποφάσεις ιεροδικείων που
επικύρωναν μεταβιβάσεις ακινήτων ιδιοκτησιών (huccet).
Το δικαίωμα της απόλυτης κυριότητας αναγνωρίστηκε επίσης σε όσους καλλιεργητές
είχαν εκχερσώσει εδάφη και τα είχαν καλλιεργήσει πριν από το 1821. Η υποχρέωση
πάντως της απόδειξης της κυριότητας επί της γης δεν επιβάρυνε µόνο τους
καλλιεργητές αλλά και το ελληνικό δημόσιο, το οποίο όφειλε επίσης να
παρουσιάσει τους τίτλους που θα δικαιολογούσαν τη διεκδίκηση της κυριότητας επί
μιας γαίας.
Το θέμα των δασών ξεκαθάρισε με τον
συνταγματικό νόμο (Β.Δ.) του 1836 (Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. 69, 1
Δεκεμβρίου 1936) και ένα χρόνο αργότερα (Β.Δ. 25/10.7.1837) με το «περί
διακρίσεως κτημάτων», οι δημόσιες και ιδιωτικές γαίες.
Το πρόβλημα της
μοιρασιάς των δημοσίων γαιών απασχόλησε πολύ το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, το
οποίο εξέδωσε, σταδιακά, διατάγματα και μέσω Εθνικών Παραχωρητηρίων
παρέδωσε γη προς καλλιέργεια σε δεκάδες
ομάδες υπηκόων του. Άλλα παραχωρητήρια ονομάστηκαν «φαλαγγιτικά» και δόθηκαν ως
αποζημίωση σε συμμετέχοντες στον Αγώνα πολεμιστές, άλλα σε πυρπολητές, άλλα σε
κληρονόμους θυμάτων, άλλα σε Κρήτες και άλλους πρόσφυγες, άλλα σε ανθρώπους που
δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, κ.ά.
Το μοίρασμα της
δημοσίας γης ωστόσο δεν είχε λυθεί, κάτι που πέτυχε σε μεγάλο βαθμό η αγροτική
μεταρρύθμιση του 1871. Ο Αλ. Κουμουνδούρος ως υπουργός Δικαιοσύνης, με υπουργό Οικονομικών
τον Σ.
Σωτηρόπουλο, πέτυχε την ψήφιση του νόμου «ΥΛΑ περί διανομής και
διαθέσεως της εθνικής γης» (ΦΕΚ 25/17.6.1871) με τον οποίον διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα σε 357.217 κλήρους με
αγοραία αξία 90.000.000 δρχ. Η σημασία της αγροτικής αυτής μεταρρυθμίσεως
εκτιμάται πληρέστερα, όταν συνειδητοποιηθεί το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος
των Ελλήνων χωρικών της εποχής εκείνης αποκαταστάθηκαν ως ιδιοκτήτες στην γη
που καλλιεργούσαν.
Η σιωπή των στοιχείων
Συνολικά, από την Επανάσταση και μέχρι
τις δύο τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα δόθηκαν σχεδόν τα πάντα από
εθνική γη στους υπηκόους του βασιλείου.
Τα στοιχεία αυτά υπάρχουν αλλά ποτέ
δεν κωδικοποιήθηκαν, ποτέ το κράτος δεν έκανε ολοκληρωμένο απολογισμό για να
δει τι έχει πουλήσει, τι του απέμεινε (αν του απέμεινε κάτι!).
Μαθημένο σε πολιτική σπάταλου αγά,
γνωρίζει πολύ καλά πως όποτε έχει ανάγκη με ένα - δυο διατάγματα βαφτισμένα
στην κολυμπήθρα της δημοκρατίας θα οικονομήσει ξανά. Και βάζει διαρκώς τον
πολίτη σε διαδικασίες να αποδεικνύει ακόμη και ότι ανασαίνει! Αυτή είναι η
βασική του λογική και πρακτική!
Γι’ αυτό και επί ενός ζητήματος,
πχ του δάσους, έχει ψηφίσει δεκάδες
νόμους και παρανόμους, ενώ έχει εισαγάγει και τον καινοφανή όρο «δασική έκταση»
(wooded area) που
δεν υφίσταται σε καμία ευρωπαϊκή χώρα. Ο όρος αυτός, προσδιόριζε στην γλώσσα
του λαού τα λεγόμενα «αγριώματα» ή χορτολιβαδικές εκτάσεις για τους πιο λόγιους
και το ίδιο το κράτος. Ουσιαστικά, και με βάση την αγροκτηνοτροφική δραστηριότητα
της υπαίθρου μέχρι «πριν γίνουμε Ευρώπη», δηλ. την δεκαετία του 1970 – αρχές
‘80, ήταν ιδιόκτητες καλλιέργειες με όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από το
περί ιδιοκτησίας δίκαιο.
Όμως το κράτος είχε δείξει τις
διαθέσεις του. Η δικτατορία Μεταξά, εκτός από τον «πόλεμο της κατσίκας»
σκέφθηκε την… υγεία των δασών και νομοθέτησε. Έτσι, ο δασικός υπάλληλος έλεγχε σε
χωριά αγρούς, κήπους κι αυλές, όπου φύονταν δασικά
είδη, στο πλαίσιο εφαρμογής της π. 1 του άρ. 11 του νόμου 1460/1938. Υπεδείκνυε
δε την «καταπολέμησιν και εξαφάνισιν» των βλαπτικών εντόμων και μυκήτων στους
ιδιοκτήτες και επέβαλλε πρόστιμο ή
κράτηση αν δεν συμμορφώνονταν προς τας υποδείξεις!
Κατά την διάρκεια της
Κατοχής του Εμφυλίου, πολλές δασικές γαίες (κυρίως στην Αττική) εκχερσώθηκαν
και οικοπεδοποιήθηκαν ή μετατράπηκαν σε γεωργικές. Παρά τον νόμο 1857/1944, που φοβέριζε ότι πρόκειται περί
δημοσίων εκτάσεων και δεν πρόκειται ποτέ να ιδιωτικοποιηθούν, το… συνεπές
ελληνικό κράτος ήλθε με σειρά νομοθετικών διαταγμάτων (αρ. 10, παρ. 2 του Ν.Δ.
55/1946, 2501/1953, αρ. 8 ν. 1570/1959) που
νομιμοποίησε τους καταπατητές έναντι κάποιου τιμήματος.
Η νομική εισαγωγή του όρου «δασική
έκταση» φαίνεται ότι έγινε κατά τη διάρκεια της χούντας με το Ν.Δ. 86/69 που
φέρει αρχικώς το γνωστό «απεφασίσαμεν και
διατάσσομεν». Σε αυτό το διάταγμα το
κράτος είναι κυρίαρχο στα δάση και στις δασικές εκτάσεις, ενώ επί των ιδιωτικών
φαίνεται η πρόθεση αναίρεσης της ιδιοκτησίας όποτε αυτό θελήσει αναγράφοντας: «μη δημόσια (ιδιωτικά)»! Έτσι προσδιορίζονται
στο αρ.1 παρ.2 οι υπό αναίρεση ιδιοκτησίας εκτάσεις: «Μερικώς
δασοσκεπείς εκτάσεις ή μερικώς δασοσκεπή λιβάδια (δασικαί εκτάσεις, δασικοί
βοσκότοποι, δασικαί βοσκαί) είναι εκτάσεις καλυπτόμεναι υπό αραιάς και πενιχράς
δασικής ξυλώδους υψηλής ή θαμνώδους βλαστήσεως οιασδήποτε δασικής διαπλάσεως».
Η δε παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου
δίνει την χαριστική βολή: «Χορτολιβαδικά
εδάφη (δασικά εδάφη) είναι τα άνευ ξυλώδους υψηλής ή θαμνώδους βλαστήσεως, αλλά μετά χορτολιβαδικής
(ποώδους) ή και εκ φρυγάνων συστάδος εδάφη, είτε εντός δασών είτε επί κορυφών ή
κλιτύων ορέων, αλπικών ή μη».
Επάνω στο Ν.Δ.
διάταγμα της χούντας πάτησε ο νόμος Μπούτου (998/79) και έκτοτε οι αγρότες
έχουν μεγάλες δοσοληψίες με το Δασαρχείο και τα δικαστήρια, αιμοδοτώντας τα
ταμεία πολλών επαγγελμάτων και απασχολώντας μεγάλο μέρος της διοίκησης και της
δικαιοσύνης. Και άκρη δεν βρίσκεται!
Κι όμως, μια
κυβέρνηση που αυτοπροβάλλεται ως «αριστερή», άρα φιλολαϊκή, θα περίμενε κάποιος
να βάλει μια τάξη όχι με βάση την αταξία και την αυθαιρεσία των προηγούμενων
τους οποίους άλλωστε κατηγορεί σφόδρα για τα πάντα: «αυτοί τα έκαναν, εμείς τα βρήκαμε».
Αν ήθελε ένα υγιές και σταθερό οικοδόμημα,
θα έπρεπε να πράξει το αυτονόητο: να καταγράψει (είπαμε τα στοιχεία υπάρχουν
όλα!) σε ποιους και ποιες γαίες έχει δώσει, να τις ταυτίσει με την σημερινή
πραγματικότητα και μετά να προχωρήσει στους Δασικούς Χάρτες.
Μπορεί και να
βρεθεί προ εκπλήξεως: να διαπιστώσει ότι η μισή Ελλάδα, ουσιαστικά, διαθέτει
και Κτηματολόγιο!
Αυτά όμως
προϋποθέτουν σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Και, δυστυχώς, έχουν έξοδα αντί
εσόδων. Το αντίθετο δηλαδή από την «επιχείρηση Δασικοί Χάρτες»!
Αυτά θα πρέπει
να απαντηθούν και όχι αν είναι μικρό η μεγάλο το χαράτσι που επιβάλλεται σε
περίοδο τραγικής οικονομικής κατάστασης για την συντριπτική πλειοψηφία των
Ελλήνων. Ας πράξει πρώτα το κράτος αυτά που όφειλε και μετά οι πολίτες. Έτσι
δίνει το παράδειγμα και κλείνει στόματα.
Φαντάζονται
άραγε οι κυβερνητικοί παράγοντες τι θα συμβεί αν ένας πολίτης αποδείξει δικαστικώς
(και δεν είναι δύσκολο!) ότι κάποτε του είχε δοθεί από το κράτος με επίσημα
έγγραφα γεωργική έκταση και τώρα του την αρπάζει ως δασική;
ΥΓ. Η λέξη «προστύχι» είχε επικρατήσει κάποτε στην ελληνική κοινωνία για
τον δανεισμό γεωργών και ήταν το δικαίωμα της αντίχρησης. Σύμφωνα με αυτό ο
δανειστής εξασφαλιζόταν με το προνομιακό δικαίωμα επί των προϊόντων του γεωργού
αλλά με προκαθορισμένη τιμή.
Συμπτώσεις…
(φ. Σαββατοκύριακου 4/5.2.2017, σελ. 43)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου