Ένας από τους πιο όμορφους όρμους της Έξω Μάνης είναι αναμφισβήτητα αυτός των Καμινιών που, μαζί με της παραλία Φονέα και τον όρμο του Καλαμιτσιού, συγκροτούν την τριάδα για την οποία καμαρώνει το πάλαι ποτέ ακμάζον ναυτοχώρι, το Πραστείο¹.
Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι αυτός ο όρμος με την ειδυλλιακή παραλία έχει αποτελέσει θέατρο φονικού βομβαρδισμού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και ότι στο βυθό του παραμένει, ακόμη και σήμερα, βουβός μάρτυρας, μισοχωμένη στην άμμο και φαγωμένη από τον χρόνο, η καρίνα του σκαριού που βομβαρδίστηκε και βούλιαξε παρασύροντας στον θάνατο επτά νεκρούς.
Η τελευταία μάχη που δόθηκε στο ηπειρωτικό έδαφος της Ελλάδας μεταξύ των
Γερμανών εισβολέων και των συμμαχικών στρατευμάτων (του «ελληνικού
εκστρατευτικού σώματος», όπως αποκαλείτο) ήταν αυτή της Καλαμάτας, στις 28
Απριλίου 1941. Χιλιάδες ανδρών που ανέμεναν στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα τα
πλοία για να τους μεταφέρουν στην, ελεύθερη ακόμα, Κρήτη, έδωσαν τη μάχη αυτή.
Το ελληνικό μέτωπο είχε καταρρεύσει, στρατός δεν υπήρχε για να του παρεμποδίσει ενώ οι Άγγλοι είχαν επιλέξει την Κρήτη για να δώσουν την τελική μάχη στην Ελλάδα, ενώ ήδη η Ευρώπη είχε καταρρεύσει. Με 22.000 στρατιώτες δύναμη η προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο ήταν ταχύτατη.
Στην
Καλαμάτα κατευθύνθηκαν δυνάμεις των Ες Ες, το 3ο τάγμα του 1ου
Μηχανοκίνητου Συντάγματος πεζικού της μεραρχίας Leibstandarte SS Adolf Hitler
(LSSAH) -προερχόμενο από Πάτρα και Πύργο, και η 5η Μεραρχία Πάντσερ,
από τον δρόμο Κορίνθου – Τρίπολης. Στην Καλαμάτα είχαν εγκλωβιστεί χιλιάδες
στρατιώτες της συμμαχικής δύναμης αποτελούμενες από Άγγλους Αυστραλούς,
Νεοζηλανδούς, Γιουγκοσλάβους, Κύπριους, Παλαιστίνιους και Εβραίους. Η προσπάθεια
απομάκρυνσης της συμμαχικής δύναμης από την Καλαμάτα είχε ξεκινήσει από τις 24
Απριλίου με καΐκια και αερακάτους
Sunderland (μία συνετρίβη στη θάλασσα της δυτικής παραλίας Καλαμάτας), ενώ τη νύχτα της 26ης προς 27η Απριλίου πολεμικά αγγλικά
πλοία κατόρθωσαν να παραλάβουν περί τους 8.650 άνδρες.
Οι Γερμανοί βομβάρδιζαν την Παραλία Καλαμάτας από τις 27 Απριλίου. Την ημέρα εκείνη, για να εμποδιστεί η φυγή των Άγγλων, υπολογίζεται ότι έπεσαν στο παραλιακό μέτωπο Καλαμάτας (από το λιμάνι μέχρι τον Αλμυρό, περί τις 1.500 βόμβες. Η περιοχή έμοιαζε με κόλαση: όλα τα σκάφη στο λιμάνι βυθίστηκαν, ενώ τα θύματα και οι ζημιές ήταν ανυπολόγιστα. Στις 26 Απριλίου, στην παραλία Καλαμάτας σκοτώθηκε και πραστειώτης καπετάνιος της «βερζίνας» του Ιωάννη Χαραλαμπέα, Κώστας Π. Περδικέας. «…οἱ Ἐγγλέζοι εἶχαν ἐπιτάξει τήν βερζίνα του γιά νά τούς πάῃ στήν Κρήτη. Οἱ ἄλλοι ναυτικοί εἶχαν κρυφτῆ στό ὑπόγειο τοῦ καφενείου τοῦ Μαυροειδῆ, στό Πανελλήνιο, ἀλλά αὐτός ἔμεινε μέσα στήν βερζίνα γιά νά τήν φυλάξῃ, καί ἄς τοῦ φώναζαν οἱ ἄλλοι: «ἔλα γρήγορα καί σύ, νά κρυφτῇς!»…) είπε αργότερα η νύφη του Βασλική Μουντζουρέας (Π. Κομπιλήρης, τ. Β΄, σελ. 71). Μαζί με τον Περδικέα σκοτώθηκαν άλλοι οκτώ ενώ υπήρξαν και πολλοί τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο, επίσης πραστειώτης, Ιωάννης Θεοφίλου Λιέας, που πληγώθηκε στο πόδι.
Απρίλιος 1941: Βρετανοί στρατιώτες στην οδό Λακωνικής Καλαμάτας
Το μεσημέρι της 28ης Απριλίου η εμπροσθοφυλακή των Γερμανών εισήλθε την πόλη, ενώ οι χιλιάδες στρατιώτες της συμμαχικής δύναμης βρίσκονταν στους ελαιώνες στα ανατολικά της πόλης. Άρχισαν οι οδομαχίες. Ο απολογισμός ήταν 41 νεκροί και 60 τραυματίες για τους Γερμανούς, 33 νεκροί και πάνω από 50 τραυματίες για τους συμμάχους.
Οι Αυστραλοί είχαν υπό τον
έλεγχό τους την Παραλία κι ενώ θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί η εκκένωση, μια
ασυνεννοησία οδήγησε στον εγκλωβισμό
7.000 στρατιωτών στην πρωτεύουσα της Μεσσηνίας. Ένα πλοίο που έφθασε το
βράδυ της 28ης Απριλίου παρέλαβε 332 στρατιώτες αλλά το σήμα που
έστειλε στα άλλα πλοία της βρετανικής αποστολής, που περίμεναν ανοιχτά του Μεσσηνιακού κόλπου, αναγνώστηκε λάθος
κι έτσι η υπόλοιπη ναυτική δύναμη αναχώρησε αφήνοντας αβοήθητους τους
στρατιώτες. Από τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας γνωρίζουμε ότι βαρύ φόρο αίματος πλήρωσαν οι Αυστραλοί αφού
σκοτώθηκαν 320 και αιχμαλωτίσθηκαν 2030! Οι Γερμανοί συνέλαβαν συνολικά γύρω
στις 8.000 στρατιώτες. Οι υπόλοιποι – υπολείμματα της συμμαχικής δύναμης- με τα
οχήματα και τον εξοπλισμό τους κατέφυγαν στη Μάνη και στην Αλαγονία (κάποιοι
και στην Πυλία) πιεζόμενοι διαρκώς από τους Γερμανούς που υποστηρίζονταν και
από την πανίσχυρη αεροπορία τους η οποία βομβάρδιζε και πολυβολούσε την ύπαιθρο και τα χωριά της Μεσσηνίας και της Μάνης. Φεύγοντας για να σωθούν οι βρετανοί άφηναν ό,τι τους βάραινε
από τον εξοπλισμό τους, ακόμη και τα όπλα τους! Για την διαφυγή τους προς τη
Μάνη είχε οργανωθεί άμυνα οπισθοφυλακής στις ελιές της Βέργας, στο ύψος της Αγίας
Σιών (Αγιασώ).
Βρετανοί στους ελαιώνες της Καλαμάτας του Απρίλιο του 1941 (φωτ. εφημ. Ελευθερία)
Βόμβες και πολυβόλα
Παρά την ανηλεή καταδίωξη των αεροπλάνων της Luftwaffe
μεγάλος όγκος συμμαχικών δυνάμεων κατάφερε να φτάσει στα χωριά της Μάνης
αναζητώντας διαρκώς καταφύγιο και πλεούμενα για την Κρήτη.
Από μέρες, και πριν από την μάχη της Καλαμάτας, τα γερμανικά αεροπλάνα πολυβολούσαν και έριχναν βόμβες στη Μάνη. Έχουν καταγραφεί πολυβολισμοί στους Δολούς και στα Καλιανέϊκα, ενώ στις 7 το πρωί της 27ης Απριλίου έριξαν μια εμπρηστική βόμβα στην τοποθεσία «Γκισίρι» του φαραγγιού του «Φονέα» στα νότια του Πραστείου) και δύο βόμβες 100 μέτρα από την «σπηλιά του Κοτσωνή» (στο «άγριωμα Κοτσωνή») στον Κάτω Κάμπο (νυν "Νέο Προάστιο"), χωρίς θύματα ή ζημιές. Τα ίδια αεροπλάνα πολυβόλησαν ανεπιτυχώς κάποιον καστανιώτη που ανέβαινε "τις σκάλες" ( τον λιθόστρωτο δρόμο) από το Καλαμίτσι, στη θέση Άι Λίας του Πραστείου,
Το σημείο που έπεσε η βόμβα "στου Κοτσωνή" (φωτ. Π. Κομπιλήρης, έτος 1966)
Στις 29 Απριλίου 1941, από τις 11 π.μ. έως τις 13.00΄, γερμανικά αεροπλάνα πολυβολούσαν συνεχώς τα ρέματα της περιφέρειας Καρδαμύλης της Έξω Μάνης. Μία βόμβα έπεσε στο κτήμα του γιατρού Στεφανέα, κοντά στην εκκλησία της Καρδαμύλης ενώ πολλές άλλες έπεσαν στην ευρύτερη περιοχή χωρίς, ευτυχώς, να υπάρξουν θύματα.
Υπολογίζεται ότι οι βρετανοί στρατιώτες που έφθασαν μέχρι την Καρδαμύλη ανέρχονταν γύρω στους 2.000 (άλλοι μιλούν για 3.000 αλλά δεν φαίνεται αληθές).
«…ὅσοι σώθηκαν, ἦρθαν
στήν Μάνη, γιά νά μποῦν σέ καράβια νά διαφύγουν στήν Κρήτη. Ἤρθανε μέ αὐτοκίνητα
πολλά καί νοσοκομειακά, γέμισε ἡ Καρδαμύλη. Ἐκεῖ πού τελείωνε ὁ ἁμαξωτός
δρόμος (σ.σ.
ο αμαξωτός δρόμος Καλαμάτας – Μάνης τελείωνε τότε στην Καρδαμύλη), τά ἀνεβάσανε ἐκεῖ πού εἶναι σήμερα οἱ «Διόσκουροι»,
καί τά γκρεμίσανε στό Ἀμόνι…», αναφέρει μαρτυρία κατοίκου της περιοχής που επιβεβαιώνουν και αρκετοί άλλοι.
«Ἐξ αὐτῶν ἄλλοι κατεσκήνωσαν εἰς τόν κάμπον τῆς Καρδαμύλης, Σωτῆρα, Καλαμίτσι καί ἄλλοι συνεχίζουν τήν πορείαν των διά τοῦ Μανιάτικου Δρόμου πρός τόν Δῆμον Λεύκτρου. Ἄφηναν πίσω τους πολλά πράγματα διά νά ἐλαφρώσουν, στρατιωτικά εἴδη (μάσκες ἀντιασφυξιογόνους, ὅπλα, φυσίγγια), ἐνδύματα, τρόφιμα (κουτιά κονσέρβες, μπισκότα κ.ἄ.)» (Παναγιώτη Δημ. Κομπιλήρη- Παναγιώτας Π. Κομπιλήρη, «Μάνη – Χρονικό», τόμος β΄, εκδ. Αδούλωτη Μάνη, σελ. 75).
Στη μέση του όρμου Καμίνια
(σήμερα τον ονομάζουν ατυχώς και "Δελφίνια") του Πραστείου, ήταν
αραγμένο το 300 τόνων, βαμμένο κόκκινο βενζινοκάϊκο (το αποκαλούμενο και «κωλού» εξ αιτίας της πρύμνης του) του Γρηγόρη
(Γρηγόρακα) Χρηστέα από την Σελίνιτσα, φορτωμένο με σανό. Ο Χρηστέας είχε ακόμη
ένα καΐκι, το «καραβόσκαρο» και τα άραζε στον συγκεκριμένο όρμο γιατί αποτελούσε
ασφαλές αγκυροβόλιο αφού ούτε η Σελίνιτσα ούτε η Στούπα διαθέτουν υπήνεμους
όρμους.
Επάνω στην «κωλού» είχαν μπαρκάρει οπλίτες του αγγλικού στρατού που,
όπως λέγεται από κατοίκους της περιοχής, είχαν πληρώσει με λίρες τον πλοιοκτήτη για να
τους μεταφέρει στην Κρήτη.
Ήταν μέρος αυτών που είχαν δώσει τη Μάχη της Καλαμάτας, και οπισθοχωρώντας διαλυμένοι κατέφυγαν στην Μάνη ψάχνοντας τρόπο να φύγουν για την Κρήτη που δεν είχε ακόμη καταληφθεί από τα γερμανικά στρατεύματα.
Άγγλοι στρατιώτες στην Τραχήλα. Αρκετοί λέγεται ότι έφυγαν από το χωριό αυτό, το 1941, για την Κρήτη.Ο
καπετάν Γρηγόρακας άλλοι λένε ότι προφασίστηκε να βρει καύσιμα, άλλοι κάνουν λόγο για μηχανική βλάβη, πάντως να ξεκινήσει. Ένας
Άγγλος στρατιώτης που ήταν μηχανικός λέγεται ότι προσπαθούσε να επισκευάσει τη μηχανή του καϊκιού που παρέμενε αγκυροβολημένο στη μέση του όρμου. «Οἱ
Ἄγγλοι εἴχανε δώσει λεφτά στόν Γρηγόρακα Χρηστέα ἀπό τήν Σελίνιτσα γιά νά τούς πάῃ
στήν Κρήτη μέ τό καΐκι του. Ἐκεῖ πού φτιάχνανε τήν μηχανή γιά νά ξαράξουνε
τό καΐκι, ἤρθανε γερμανικά ἀεροπλάνα καί ρίξανε 24 βόμβες καί δέν τό πέτυχε
καμμία. Ἀρχίσανε μέ μυδράλλια καί πῆρε φωτιά καί τότε σκοτωθήκανε μερικοί
καί τούς ἔθαψαν στόν ἄμμο…» (μαρτυρία Παναγιώτη Ν. Χουσέα, από το «Χρονικόν»
του Π. Κομπιλήρη, τ. Β΄, σελ. 125).
Βομβαρδισμός στα Καμίνια
Γύρω στις 12 το μεσημέρι της 29ης Απριλίου 1941, δύο (κατ’ άλλους τέσσερα) αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως "Στούκας" (Sturzkampfflugzeug, τύπος Junkers Ju 87) άρχισαν να βομβαρδίζουν το καΐκι.
Ο Κωνσταντίνος (Ντίνος) Δημ. Κοτσωνής, με τον πατέρα του Δημήτρη (πατέρας και παππούς του γράφοντα το παρόν) έβγαζαν ένα πηγάδι στο μποστάνι τους, στον Κάτω Κάμπο, και ήταν αυτόπτες μάρτυρες
του βομβαρδισμού. Ο Ντίνος Κοτσωνής μου είχε εξιστορήσει πολλές φορές ότι τα
αεροπλάνα ήταν δύο: «Έπαιρναν ύψος πάνω
από τον γκρεμό των Ρισκών και βούταγαν προς τα Καμίνια βγάζοντας τον
ανατριχιαστικό, τον διαβολεμένο ήχο της σειρήνας² με την οποίαν ήταν εφοδιασμένα τα Στούκας», μας
έλεγε, προσθέτοντας: «Έριξαν από δύο
βόμβες το καθένα. Δεν το πέτυχε καμία και τότε άρχισαν να το χτυπούν με τα
πολυβόλα που είχαν και εμπρηστικές σφαίρες. Άρπαξε φωτιά ο σανός και το καΐκι
έγινε λαμπάδα. Πήγα στη Λουκά και τους ζητούσα να μου δώσουν ένα όπλο. Τα
έσπαζαν και τα πετούσαν μέσα στους στόλους με τα φρύγανα».
Μερικοί πραστειώτες την ώρα του βομβαρδισμού μάταια προσπαθούσαν
με λιανοτούφεκα να χτυπήσουν τ’
αεροπλάνα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Γεώργιος Χρ. Ξεπαπαδέας, ο επονομαζόμενος
"Πούλαρος" (βγήκε στο αντάρτικο και σκοτώθηκε το 1947 έξω από τη
Σαϊδόνα). Όπως μας είχε εξιστορήσει και ο ξάδελφός του και αυτόπτης μάρτυρας Παναγιώτης
Σωκρ. Ξεπαπαδέας, «Ο Πούλαρος
στεκόταν όρθιος στο "Κοτρωνάκι" της Φραγκιάς πυροβολούσε βρίζοντας
τους Γερμανούς εισβολείς». Τέσσερις εμπρηστικές και 14 εκρηκτικές βόμβες έριξαν
τα "Στούκας". Ο ίδιος επιβεβαίωσε ότι τα αεροπλάνα έριξαν τέσσερις βόμβες στο καΐκι "αλλά δεν το πέτυχε καμία" και στη συνέχεια έβαλαν με πολυβόλα μέχρι που το σκαρί άρπαξε φωτιά "και κάηκε σαν λαμπάδα, ενώ οι Άγγλοι πηδούσαν στη θάλασσα για να σωθούν".
Οι στρατιώτες έπεσαν στη θάλασσα και προσπάθησαν να βγουν στη
στεριά που απήχε είκοσι μέτρα. Μερικοί σκοτώθηκαν στο νερό ενώ οι περισσότεροι σώοι κατάφεραν να βγουν στα βράχια και από εκεί να βρουν καταφύγιο στη
γειτονική σπηλιά της "Λουκάς". Το καΐκι έγινε παρανάλωμα του πυρός.
Καιγόταν επί δύο ώρες μέχρι που στο τέλος διαλύθηκε. Ό,τι απέμεινε από αυτό κατέληξε στον βυθό. Στον αφρό δεν απέμειναν παρά τα μισοκαμένα
κατάρτια του, κάποιες μαυρισμένες σανίδες και πολλά νεκρά ψάρια. Επτά στρατιώτες σκοτώθηκαν, δύο από αυτούς
απανθρακώθηκαν, και ετάφησαν στην άμμο στην βορειοανατολική γωνία του όρμου, δίπλα
από τον βράχο που υπάρχει στην άκρη της άμμου. Δεκαπέντε τραυματίσθηκαν ενώ ο όρμος και η γύρω περιοχή του Κάτω Κάμπου είχαν γεμίσει με
καπνούς. Για χρόνια λεγόταν ότι δύο βόμβες που δεν έσκασαν βρίσκονταν στον βυθό
των Καμινιών αλλά οι έρευνες των ερασιτεχνών δυτών δεν επαλήθευσαν τις φήμες.
Βόμβες
και στο Καλαμίτσι
Γύρω στη μία τα ίδια αεροπλάνα πολυβόλησαν και το «Λιμανάκι» του όρμου "Καλαμίτσι". Στόχος ήταν το αραγμένο δικάταρτο ιστιοφόρο των πραστειωτών αδελφών Γεωργίου Παν. Χαρέα ("Σκιζέου") και Νικολάου Παν. Χαρέα ("Κουμούτσου") και Κυριακούλη Μπαλαχτάρη, όπου επίσης είχαν επιβιβαστεί Άγγλοι στρατιώτες για να διαφύγουν. Το σκάφος δεν έπαθε ζημιές ωστόσο, σκοτώθηκε ένας Άγγλος αξιωματικός, τον οποίον οι ντόπιοι έθαψαν, την επόμενη ημέρα στην άμμο.
Η κόρη του Νικολάου Χαρέα, ενός των αδελφών ιδιοκτητών του καϊκιού, Παναγιώτα σύζυγος Ηλία Μποτσέα έλεγε για το περιστατικό: «Μέσα στό καΐκι ο θείος μου ο Γιώργης είχε ένα τόπι ωραίο άσπρο ύφασμα για σεντόνια, για την προίκα της κόρης του. Φώναξε «το τόπι, το τόπι!», και τότε πήδηξε μέσα στο καΐκι ο πατέρας μου, ο Νίκος Χαρέας, και το έσωσε. Το καΐκι δεν έπαθε ζημιές στο Καλαμίτσι, βούλιαξε όμως αργότερα στο Ταίναρο».
Αργότερα, όλοι οι νεκροί (όπως και οι επτά Άγγλοι που δολοφονήθηκαν άνανδρα στην Καστάνια) επανετάφησαν (το 1943;) στο νέο νεκροταφείο Πραστείου (βρισκόταν πίσω από το σχολείο) και την κηδεία τους παρακολούθησε σύσσωμο το χωριό. Αυτός που πρωτοστάτησε για την μεταφορά και ενταφιασμό των νεκρών στο Πραστείο ήταν ο Δημήτριος Κ. Κοτσωνής «γιατί πρέπει να ταφούν αξιοπρεπώς» έλεγε χαρακτηριστικά. Μαζί με τους 7 δολοφονημένους της Καστάνιας, συνολικά, 15 στρατιώτες ενταφιάστηκαν στον κοιμητήριο του Πραστείου. Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, στα τέλη Οκτωβρίου 1944, μια βρετανική κορβέτα αγκυροβόλησε στον όρμο Πόρτο Καλαμίτσι, αποβίβασε κλιμάκιο που μετέβη στο Πραστείο όπου ένας Άγγλος στρατιωτικός ιερέας έκανε εκταφή των οστών, πού επανετάφησαν την 27.4.45 στο Πολεμικό Νεκροταφείο Φαλήρου.
Τα Καμίνια και στο βάθος το κάστρο του Λεύκτρου. Στην εσοχή που σχηματίζει η άμμος στον βράχο του κέντρου της παραλίας είχα ταφεί κάποιοι νεκροί στρατιώτες. (φωτό Π. Κομπιλήρης, 28.10.62)
Οι
νεκροί
Τα ονόματα των νεκρών (όσων έγινε δυνατός ο εντοπισμός) αποκαλύπτονται για πρώτη φορά στο «Χρονικόν» του Π. Κομπιλήρη. Σύμφωνα με την Κοινοπολιτειακή Επιτροπή Πολεμικών Τάφων (Commonwealth War Graves Commission), στο νεκροταφείο του Πραστείου ετάφησαν οι εξής τέσσερεις Αυστραλοί στρατιώτες και ένας Άγγλος ταγματάρχης:
Charles William Sheppard, 34 ετών, Αυστραλός στρατιώτης, θανών την 26.4.41.
Julian Frederic Doelberg, 39 ετών, Άγγλος ταγματάρχης, θανών την 29.4.41
Donald Archibald Berry, 24 ετών, Αυστραλός στρατιώτης (οδηγός), θανών την 6.5.41.
Murray Moore, 29 ετών,
Αυστραλός στρατιώτης, θανών την 6.5.41.
William Andrew
Salter, 25 ετών, Αυστραλός στρατιώτης, θανών την 6.5.41
Όπως βλέπουμε από τις ημερομηνίες, ο πρώτος φέρεται
να σκοτώθηκε τις ημέρες της μάχης της Καλαμάτας. Ενδεχομένως να είχε
τραυματιστεί εκεί (;), κατάφερε όμως να
φτάσει στη Μάνη όπου και άφησε την τελευταία του πνοή. Εκτός του Άγγλου
αξιωματικού, που σκοτώθηκε στα Καμίνια, και οι λοιποί τρεις φαίνεται πως ήταν
τραυματίες του βομβαρδισμού του καϊκιού και υπέκυψαν αργότερα. Για τον
αξιωματικό που, βεβαιωμένα σκοτώθηκε στο Καλαμίτσι αλλά και για τους υπόλοιπους
νεκρούς των Καμινιών, δυστυχώς δεν έχουν προκύψει στοιχεία.
Ο Άγγλος που
ήταν… Γερμανός
Ο ταγματάρχης Julian Frederic Doelberg ήταν Άγγλος υπήκοος, ηλεκτρολόγος - μηχανικός και σκοτώθηκε από τον γερμανικό βομβαρδισμό στον όρμο των Καμινιών, ενώ προσπαθούσε να επισκευάσει την μηχανή του καϊκιού του Χρηστέα, για να διαφύγει, μαζί με τους εγκλωβισμένους στρατιώτες της Κοινοπολιτείας, από την Μάνη στην Κρήτη. Γεννήθηκε στην περιοχή Lewisham District του Λονδίνου στις 16 Νοεμβρίου 1901.
Ήταν
γιός του Γερμανού Hermann Dietrich Arnold Doelberg (1861-1948) και της Αγγλίδας Nellie
Agnes Maltby (1867-1941). Ο πατέρας του Hermann γεννήθηκε στην
Βόρεια Ρηνανία/Βεστφαλία της Γερμανίας, είχε εργοστάσιο μαρμάρων, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, παντρεύτηκε
το 1895 και έλαβε την αγγλική υπηκοότητα το 1906. Ο Χέρμαν και η Νέλλυ απέκτησαν
τρεις γιούς: τον Αthelstone (1896-1958), τον ταγματάρχη Julian
Frederic (1901-1941) και τον Lawrence D. (γεν. 1910).
Ο τάφος του ταγματάρχη Doelberg στο Φάληρο
Ο
Julian Frederic πήρε πτυχίο ηλεκτρολόγου - μηχανικού το 1922 και κατετάγη στο
Βασιλικό Σώμα Μηχανικών Πτυχιούχων Παν/μίου (Royal Corps of Engineers). Νυμφεύθηκε την Leslie Havers και το 1932
απέκτησε μία κόρη την Anne. Το 1934 εστάλη στην Σιγκαπούρη όπου συμμετείχε
στην κατασκευή του οχυρού Changi που χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Ιάπωνες ως στρατόπεδο
συγκεντρώσεως/φυλακή 17.000 Άγγλων και Αυστραλών αιχμαλώτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το
1936 επέστρεψε στην Αγγλία. Το 1941 εστάλη στην Κρήτη κι από
εκεί στην Μάνη για να βοηθήσει την διαπεραίωση των βρετανικών στρατευμάτων στην
Κρήτη. Στον όρμο των Καμινιών όμως έπεσε νεκρός από γερμανική βόμβα σε ηλικία
39 ετών μαζί με 6 άλλους στρατιώτες. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε τα ονόματα όλων των
νεκρών, ούτε και των 25 -κατ’ άλλους 15- αιχμαλώτων πού συνελήφθησαν.
Οι Γερμανοί στη Μάνη
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (29.4.41) τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στην Καρδαμύλη. Από εκεί μια διμοιρία πήγε στον όρμο των Καμινιών και στην σπηλιά της Λουκάς συνέλαβε στους Άγγλους στρατιώτες που δεν προέβαλαν την παραμικρή αντίσταση. Αντίθετα, πετούσαν τον εξοπλισμό τους, ώστε να μην αντιμετωπίσουν πρόβλημα με του Γερμανούς. «Μια διμοιρία ήρθε και, χωρίς ντουφεκιά, τους πήρε σαν τα γαλιά», εξιστορούν οι ντόπιοι - αυτόπτες μάρτυρες.
Μαρτυρίες των κατοίκων αναφέρουν ότι πριν συλληφθούν οι βρετανικοί στρατιώτες έσπαζαν τα όπλα τους και τα πετούσαν μακριά για να μην τα πάρουν οι ντόπιοι και έχουν επιπτώσεις από τους Γερμανούς στους οποίους είχαν αποφασίσει να παραδοθούν άοπλοι.
Το
απόγευμα της 29η Μαΐου, έφθασε στο Πραστείο ο πρώτος Γερμανός, ο οποίος ("ἕνας ξανθός, πολύ ὑψηλός μέ τσιμπούκι"
αναφέρει ο Παν. Κομπιλήρης) ο οποίος επέδωσε στον αστυνομικό σταθμό ανακοίνωση
της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης με οδηγίες – διαταγές προς τους κατοίκους
του χωριού. Το ίδιο συνέβη και στα άλλα χωριά της περιοχής.
Πολύτιμες πληροφορίες για τα γεγονότα της εποχής αντλούμε από το ημερολόγιο του Π. Κομπιλήρη, («Μάνη – Χρονικό», τόμος β΄, σελ. 80): «Σήμερα ἐτάφη καί ὁ τελευταῖος νεκρός ὁ Ἄγγλος ἀξιωματικός πού ἔπεσε χθές εἰς Καλαμίτσι. Τήν πρωΐαν ὁ Παναγιώτης Σωτ. Χιουρέας, ὁ ἀδελφός του Γεώργιος καί ἐγώ ἐπήγαμε τόν δρόμο-δρόμο (Μανιάτικο), ἀναζητοῦντες πράγματα πού ἄφησαν ὀπίσω τους οἱ Ἄγγλοι. Ἐγώ εὗρον ἕν ξίφος μέ τήν ἐξάρτυσίν του, μίαν κατεστραμμένην ἀντιασφυξιογόνον μάσκαν καί 15 φυσίγγια. Εἶτα ἐπήγαμεν εἰς Καμίνια καί ἀπό τήν βάρκαν ἐβουτούσαμε γιά ψάρια σκοτωμένα ἀπό τόν χθεσινόν βομβαρδισμόν τοῦ καϊκιοῦ. Ἐβγάλαμε 8 ὀκάδες καί ἐγώ ἐπῆρα 1 ¾ ὀκάδες. Εἶτα, ὅταν μᾶς ἐφώναξε ἡ θεία Σταυρούλα Γεωργ. Περδικέα ὅτι ἔρχονται ἐδῶ Γερμανοί, ἐπέταξα εἰς τήν θάλασσαν ὅ,τι εὑρῆκα στόν δρόμο καί ἀφοῦ ἐκρατήσαμε μόνον τά ψάρια, ἐφύγαμεν ἐσπευσμένως ἀπό τήν Φραγκιά, Διάβατα, Γεφύρι εἰς τό χωριό. Ἐκεῖ εἰς τοῦ Βασιλέα τήν Λουκάν³, εἰς τά Καμίνια, εἶδα ἕως 25 Ἄγγλους στρατιώτας ναυαγούς καί τραυματίας ἐκ τοῦ χθεσινοῦ βομβαρδισμοῦ, πού ἐκάθηντο ἐκεῖ σχεδόν γυμνοί καί πεινασμένοι εἰς τήν σπηλιάν ὅπου εἶχον καταφύγει. Τό ἀπόγευμα ἦλθεν μία γερμανική περίπολος ἐκ Καρδαμύλης καί τούς παρέλαβεν ὡς αἰχμαλώτους».
Τα απομεινάρια του
καϊκιού που όσο περνούν τα χρόνια όλο και λιγοστεύουν, βρίσκονται και σήμερα στον αμμώδη βυθό του όρμου των
Καμινιών, στη θέση «βουλιαγμένο καΐκι», όπου μπορεί να τα εντοπίσει κανείς με
μάσκα. Οι επισκέπτες της παραλίας δεν υποψιάζονται ότι πίσω από την απίστευτη ομορφιά της κρύβεται το αιματηρό μυστικό ενός πολεμικού γεγονότος. Ούτε
οι Άγγλοι αλλά ούτε και οι Γερμανοί τουρίστες που, κάθε καλοκαίρι, κατακλύζουν
τα πρασινογάλαζα, μεταξωτά νερά του όρμου φαντάζονται ότι μια καταστόλιστη μέρα του
Απρίλη, πριν από ογδόντα χρόνια, ο τόπος αυτός είχε γίνει κόλαση…
Το Πραστείο και η ονομασία του
Μέσα σε αυτό το ιστορικό αφήγημα μα δίνεται η ευκαιρία να τονίσουμε την ορθή ονομασία του χωριού που είναι Πραστείο και όχι «Προάστιο(ν)» όπως το αποκαλεί το κράτος και το αποτυπώνουν οι δημόσιες πινακίδες.
Το Πραστείο απετέλεσε κατά τον
τελευταίο αιώνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το πιο βασικό επίνειο του ακμάζοντα
Μυστρά, με λιμάνι το Πόρτο Καλαμίτσι. Στους μεσαιωνικούς χάρτες αναγράφεται Prestea, δηλαδή
«Πραστείο/α. Με πρωτοβουλία του Δεσποτάτου του Μυστρά, χτίστηκε από τους Πραστούς που ήταν βυζαντινή κοινωνική τάξη (=οι
διαχειριστές περιουσιών αξιωματούχων και εκκλησιαστικών) ως βίγλα, δηλαδή προστάτης/ έχον των έλεγχο του λιμανιού (Καλαμιτσίου). Για τον λόγο αυτόν
στο Πραστείο υπήρχαν επιφανείς βυζαντινές οικογένειες όπως Μελησσινοί και Μέδικοι. Παραφθορά του βυζαντινού όρου «Πραστός» είναι, κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, η λέξη (και αξίωμα «Προεστός». Στην Κύπρο υπάρχουν τέσσερα Πραστεία ή Πραστειά: Το Πραστειό Αυδήμου,
Κελλακίου (ανήκουν στην επαρχία Λεμεσού), Το
Πραστειό Κελοκεδάρων (επαρχία Πάφου), Πραστειό Αμμοχώστου και το Πραστειό στην
επαρχία Λευκωσίας.
Πραστείο: η βρύση των Μελησσινών με την άστοχη ανάπλασή της.
Οι κάτοικοι, και σήμερα, ονομάζονται Πραστειώτες και
όχι «Προαστ(ε)ιώτες».
Στο ΦΕΚ 80/28.12.1836 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά
από το επίσημο ελληνικό κράτος πίνακας των διοικήσεων και υποδιοικήσεων κατά
δήμους και οικισμούς. Την πρώτη προσπάθεια... εξαρχαΐκευσης του ονόματος του χωριού την συναντάμε αμέσως μετά τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο ΧΧV, Διοίκησις Λακωνίας, με αριθμό 10, αναγράφεται «Δ. Προαστείου: Προάστειον, Σαΐδεν (σ.σ. Σαϊδώνα), Λάκκος,
Πετροβούνι. Το ερώτημα είναι αν το «Προάστειον» είναι το ορθόν γιατί γράφεται με «ει»
και όχι με «ι»;
Πραστείο, το καμπαναριό των Εισοδίων της Θεοτόκου
παραπομπές
1. Ο όρμος βρίσκεται στην περιοχή "Κάτω Κάμπος" (σήμερα "Νέο Προάστιο") του Πραστείου και ονομάζεται «Καμίνια» διότι εκεί, ακόμη και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχαν καμίνια που έβγαζαν ασβέστη, έψηναν κεραμίδες, πιθάρια, φουρνοβουλώματα, πήλινα βουλώματα, βίκες κ.λπ. Επίσης υπήρχαν ασβεστοκάμινα ίχνη των οποίων φαίνονται ακόμη και σήμερα.
2. Τα «Στούκας» ήταν εφοδιασμένα με σειρήνα ανέμου (γνωστή και ως "τρομπέτα Jericho") που, κατά την επίθεση του αεροσκάφους έβγαζε ανατριχιαστικό ήχο που τρομοκρατούσε τους αμυνόμενους.
3.
Στο τοπωνύμιο ο
συγγραφέας έχει κάνει λάθος. Η σπηλιά λέγεται απλώς «Λουκά». Το τοπωνύμιο
«Βασιλέα η Λουκά» αντιστοιχεί σε σπηλιά με βράχο στη θάλασσα που βρίσκεται στη
μέση μεταξύ «Τσικολινάς» και παραλίας «Καλόγριας όπου διέμενε ο Νίκος
Καζαντζάκης όταν είχε ανοίξει το ορυχείο κάρβουνου στην «Πραστοβά» μαζί με τον Γιώργη Ζορμπά.
4. Ελευθ. Γ. Σκιαδά «Ιστορικό Διάγραμμα της Ελλάδος 1833-1912», Αθήνα 1994, σελ. 406).
5. Μιχ. Χουλιαράκη, «Γεωγραφική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1921-1971, τ. Α΄, σελ. 43)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου