Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Όταν ο Παύλος με την Φρειδερίκη επισκέφθηκαν τη Σαϊδόνα

Του Χρίστου Κ. Κοτσωνή 

Στις 3 Δεκεμβρίου 1956 το βασιλικό ζεύγος Παύλου και Φρειδερίκης με την πρωτότοκη κόρη τους, πριγκίπισσα Σοφία - μετέπειτα βασίλισσα της Ισπανίας, επισκέφθηκαν την Έξω Μάνη και συγκεκριμένα τα χωριά Πραστείο, Σαϊδόνα και Καστάνια.

Ο λόγος της βασιλικής επίσκεψης στην Έξω Μάνη ήταν η επιθεώρηση των έργων αναστήλωσης των σπιτιών της Σαϊδόνας που είχαν καταστραφεί από την φωτιά που άναψαν στο χωριό οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής.

Οι εργασίες αναστήλωσης, ανακατασκευής των σπιτιών γίνονταν από την «Βασιλική Πρόνοια»¹.


Ο βασιλιάς Παύλος καβάλα σε μουλάρι στο Πραστείο.

Όπως καταθέτουν μάρτυρες της επίσκεψης (Π. Κομπιλήρης, «Χρονικό» τ. Γ΄ σελ. 121) ο βασιλιάς ήθελε να έχει προσωπική εικόνα των έργων: 

«Θυμᾶμαι τόν Παῦλο, πασίχαρο, νά ἐπιθεωρῇ ἀκόμη καί τά κατώγια τῶν σπιτιῶν τοῦ χωριοῦ μαζί με τόν ἐπίσκοπο Γυθείου καί Οἰτύλου Φιλήμονα, καί νά στέκωνται καί οἱ δυό χαμογελαστοί νά τους φωτογραφήσω».

Η βασιλική αποστολή έφθασε από την Καλαμάτα με στρατιωτικά τζιπ στο Καλαμίτσι, δύο χιλιόμετρα έξω από την Καρδαμύλη, στη θέση «Κυπαρισσάκια» όπου ξεκινά ο λιθόστρωτος ανηφορικός δρόμος για το Πραστείο. 

Εκεί περίμεναν μουλάρια που ανέβασαν τους επίσημους (που δεν ήταν λίγοι) στα ορεινά χωριά.  

Η βασίλισσα Φρειδερίκη στο Πραστείο κρατά ανθοδέσμη που της προσέφεραν οι κάτοικοι.


Στο ημερολόγιό του ο δάσκαλος, ιστοριοδίφης και συγγραφέας Π. Κομπιλήρης χαρακτηρίζει την επίσκεψη ως «Τό σπουδαιότερον γεγονός τοῦ ἔτους...» και συνεχίζει:

«Τήν 9ην πρωϊνήν ἡ δασκάλα Εὐαγγελία Παναγιωτοπούλου καί ἐγώ ἐτακτοποιήσαμε τά παιδιά τοῦ σχολείου Προαστίου στόν Ἅϊ-Νικόλα εἰς κανηφόρους, σημαιοφόρον, φουστανελλοφόρους καί Ἀμαλίας.

Εἰδοποιηθέντες ὅτι οἱ βασιλεῖς ἀπεβιβάσθησαν εἰς Κυπαρισσάκια(σ. Όριον: στο Καλαμίτσι), ἐσημάναμε τίς καμπάνες, καί τήν 10ην κατήλθομεν εἰς τήν βρύσιν, ὅπου ἐφάνησαν ἐρχόμενοι. Δέν ξεκαβάλλησαν, ἀλλ’ ἀνῆλθον προς Παναγίαν (σημ. Όριον: πρόκειται για τον ενοριακό ναό Εισόδεια της Θεοτόκου), ἔνθα εἶχεν στηθῆ ἁψίς ἐκ σμυρτιᾶς καί δάφνης μέ εἰκόνα τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας. Ἐκεῖ

προσεφώνησαν αὐτούς ὁ ἱερεύς, Μιχάλης Μπουσμπουκέας, καί ὁ πρόεδρος, Κων. Ἰ. Βεζυρέας, και ἐκεῖθεν ἀνεχώρησαν τήν 10.45 διά Σαϊδόνα, ὅπου ἔφθασαν εἰς τάς 12.00…».

                                          

                                               Η πριγκίπισσα Σοφία σε δρόμο του Πραστείου. 

Το βασιλικό ζεύγος συνόδευαν ο Μανιάτης διευθυντής της γενικής γραμματείας του πολιτικού οίκου του Βασιλέως, στρατηγός Γεώργιος Βεντήρης, ο υφυπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας Ιωάννης Ψαρρέας (από την Πλάτσα),  ο αντισυνταγματάρχης πεζικού Φώτιος Μεσσηνόπουλος,  ο νομάρχης και άλλοι.

Από την Καρδαμύλη η βασιλική κουστωδία με μουλάρια και άλογα, μέσω του λιθόστρωτου δρόμου ανέβηκε στο Πραστείο όπου το προηγούμενο βράδυ ο δάσκαλος Π. Κομπιλήρης είχε πληκτρολογήσει στη γραφομηχανή υπομνήματα μαζί με τον Νικόλαο Περδικέα αλλά, «τελικῶς ἀπεφασίσθη νά μήν ἐπιδοθοῦν, καί δέν ἐπεδόθησαν, εἰς τούς βασιλεῖς».  


Η Φρειδερίκη επιθεωρεί τα έργα στην Σαϊδόνα. Όπως σημειώνει ο Π. Κομπιλήρης
"Στήν ἐπιγραφή δεξιά ἀναγράφεται: Βασιλική Πρόνοια ΟΒΥΠ, Κ΄ Συνεργεῖον, Ἔτος 1956" 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή οι πληγές του εξόχως σκληρού εμφυλίου στη Μάνη ακόμα πυορροούσαν, τα πάθη ήταν έντονα ενώ η τοπική οικονομία βρισκόταν σε ελεεινή κατάσταση.

Σύμφωνα με την μαρτυρία της χήρας αντάρτη Κατίνας Χρ. Χουσέα που καταγράφει ο Κομπιλήρης, «Ἡ Φρειδερίκη ἀνεβαίνει μέ μουλάρι ἀπό τά Κυπαρισσάκια (σ.σ. Καλαμίτσι) στήν Σαϊδόνα.

Ἤτανε ἥσυχο τό μουλάρι μου, καί ἤτανε νά πάω ἐγώ νά τήν φέρω τήν Φρειδερίκη, ἀλλά θέλανε ἄντρα, και τήν βάλανε στοῦ Νίκου τοῦ Φαϊπέα τό μουλάρι, ἕνα εὔσωμο ἰταλικό μουλάρι ἀπό τήν UNRRA, καί ἐμένα μοῦ παραχωρήσανε τόν Παπαϊωάννου, πού ἦταν διευθυντής στό συνεργεῖο μαραγκῶν τῆς Φρειδερίκης στήν Σαϊδόνα - ὅποτε ἐρχόταν ὁ Παπαϊωάννου, τόν πήγαινα ἐγώ στήν Σαϊδόνα καί στήν Καστάνια».

Στο Πραστείο με πρωτοβουλία του προέδρου της κοινότητας, του ιερέα αλλά και των πολλών φιλοβασιλικών κατοίκων είχε ετοιμαστεί θερμή υποδοχή και προσφώνηση του βασιλικού ζεύγους. 

                                              

Ἀπό τήν βασιλική ἐπιθεώρηση στήν Σαϊδόνα (3.12.56) (δεύτερος ἐξ ἀριστερῶν ὁ µητροπολίτης Γυθείου καί Οἰτύλου Φιλήµων) ∆ιακρίνονται τά φύλλα δάφνης, σκορπισµένα στούς δρόµους τοῦ χωριοῦ, (ὅπως γινόταν τότε τίς ἐθνικές ἑορτές), εἰδικά γιά τήν ἐπίσκεψη τῶν βασιλέων (η λεζάντα είναι του Π. Κομπιλήρη).

Ιδιαίτερα θερμές εκδηλώσεις προς το βασιλικό ζεύγος επεφύλαξε η οικογένεια του Σωτηρίου και της Διονυσίας Κομπιλήρη των οποίων την κόρη Φρειδερίκη είχε βαφτίσει η βασίλισσα δια αντιπροσώπου.  

 

Το «αγκάθι» Σαϊδόνα

Μετά την μικρή στάση στο χωριό, η κουστωδία αναχώρησε για την Σαϊδόνα μέσω του μονοπατιού που συνέδεε τα δύο χωρία. Η Σαϊδόνα, ως γενέτειρα του πιο ξακουστού αντάρτη της Μάνης, υπήρξε αγκάθι για το μετεμφυλιακό καθεστώς. Θεωρείτο ανταρτοφωλιά διότι από εκεί καταγόταν ο καπετάνιος του αντάρτικου Κώστας Ξυδέας. Άλλωστε οι πρώτοι αντάρτες στη Μάνη εμφανίστηκαν στον συγκεκριμένο ορεινό χωριό, και αυτός ήταν και ο λόγος που οι Ιταλοί το είχαν πυρπολήσει.  Συγκεκριμένα τον χειμώνα του 1942, με πρωτοβουλία του Κ. Ξυδέα, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως λοχίας στο Αλβανικό Μέτωπο,   συγκροτήθηκε ένοπλη ομάδα 20 ανδρών, προκειμένου να ξεκινήσει αντάρτικο στον Ταΰγετο. Στις 27-28 Μαρτίου 1942, η ομάδα, με αρχηγούς τους Ηλία Νοέα και Κ. Ξυδέα, χτύπησε ιταλικό απόσπασμα στη θέση «Καρδαρά – Μπούγερα» της Σαϊδόνας. Το χτύπημα αυτό θεωρείται μια από τις πρώτες αντιστασιακές πράξεις κατά των κατακτητών στη χώρα μας.

Οι Ιταλοί σε αντίποινα έκαψαν τη Σαϊδόνα και κατέστρεψαν τα σπίτια των πρωταιτίων του χτυπήματος που είχαν πληροφορηθεί από κάποιους ντόπιους. Παράλληλα ανακοίνωσαν ότι θα καταστρέψουν όχι μόνο τη Σαϊδόνα, αλλά και πολλά άλλα χωριά της Έξω Μάνης. Έτσι αύξησαν την πίεση των κατοίκων της περιοχής που, μαζί με την υπόσχεση για αμνηστία από τις ιταλικές αρχές κατοχής, λειτούργησε. Έτσι, οι αντάρτες παραδόθηκαν και οδηγήθηκαν στις  φυλακές της Καλαμάτας («Αλεξανδράκη»). Πέρασαν από ιταλικό στρατοδικείο και ο μεν Νοέας καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε, ο δε Ξυδέας και οι άλλοι αντάρτες σε πολυετείς φυλακίσεις. Ακολούθησε η χάρη μέρους της ποινής από τον  Μουσολίνι (με την ευκαιρία της ονομαστικής του εορτής) κι έτσι ο Ξυδέας ελευθερώθηκε. Επίστρεψε για λίγο στη Σαϊδόνα αλλά, στη συνέχεια, κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Μετά την απελευθέρωση ξαναβγήκε στο βουνό και σκοτώθηκε στη θέση "Λάκκα Καρβέλι" στα Πηγάδια της Μεσσηνιακής Μάνης στις 13 Ιουνίου 1949 όταν περικυκλώθηκε από μεικτό απόσπασμα χωροφυλακής, στρατού, ΜΕΑ και Χιτών, μαζί με τον σωματοφύλακά του, νεαρό φοιτητή Νίκο Στ. Περδικέα, από το Πραστείο.

 

                                          Ένα κείμενο για την επίσκεψη

 

Ο λαογράφος και ερασιτέχνης αρχαιολόγος, Γιάννης Π. Ταβουλαρέας, έγραψε σχετικά με την επίσκεψη των βασιλέων στο χωριό του, τη Σαϊδόνα:

«Βασίλειον... τῆς Σαϊδόνας

Κατά τό ἔτος 1935, πρόεδρος τῆς Κοινότητος Σαϊδόνας ἦταν ὁ Χαράλαμπος Καραμανέας καί Γραμματέας ὁ Δημήτριος Ξυδέας. Ὁ πρόεδρος ἀνέθεσε στόν γραμματέα νά τοῦ συντάξῃ ἕνα ἔγγραφο γιά κάποια δημόσια ὑπηρεσία, ἀλλά ὁ γραμματέας, εἴτε ἀπό λάθος εἴτε ἐπίτηδες, ἔγραψε στήν ἐπικεφαλίδα τοῦ ἐγγράφου «Βασίλειον τῆς Σαϊδόνας», Νομαρχία Μεσσηνίας κλπ.

Ὅταν τό ἔγγραφο ἐλήφθη, φαντασθῆτε τί θά ἔγινε. Ἀλλά τό λάθος ἦτο καί

προφητικό, διότι τό χωριό Σαϊδόνα ἔγινε γιά μία καί μόνον ἡμέρα «βασίλειον».


Οι βασιλείς επιθεωρούν σπίτια στην Σαϊδόνα.

Τό ἱστορικόν ἔχει ὡς ἑξῆς: ἡ Σαϊδόνα κατά τήν γερμανοϊταλική Κατοχή ἐπυρπολήθη καί ἐλεηλατήθη ὑπό τῶν κατακτητῶν καί τῶν Ἑλλήνων συνεργατῶν τους, ἀργότερα δέ καί ὑπό τῶν παρακρατικῶν συμμοριῶν τῶν λεγομένων «ἐθνικοφρόνων». Οἱ ἐνισχύσεις οἱ παρεχόμενες ἀπό τό κράτος διά τήν ἀνακούφισιν τῶν παθόντων

ἐδίνοντο εἰς τούς «ἡμετέρους» τοῦ παρακράτους, χωρίς νά δικαιοῦνται, ἀφοῦ δέν εἶχαν πάθει καμμία ζημιά ἀπό τους κατακτητές.

Μίαν ἡμέραν, ἕνας ἀπό τούς ἀδικηθέντες μοῦ διηγήθη, ὅτι ἐνῶ κατά τόν πόλεμο τῆς Ἀλβανίας τοῦ ἐπίταξαν δύο μουλάρια γιά τίς ἀνάγκες τοῦ πολέμου, ἐκτός ἀπό τίς ἄλλες ζημιές πού ἔπαθε κατά τήν διανομήν μετά την ἀπελευθέρωσιν, αὐτός πού ἐδικαιοῦτο, δέν τοῦ ἔδωσαν, ἀλλά ἔδωσαν σέ ἄλλους πού δέν εἶχαν πάθει καμμία ζημιά.

Μοῦ ζήτησε λοιπόν ὁ συγχωριανός μου αὐτός τήν συμβουλήν μου, ἄν πρέπῃ νά κάμῃ ἀναφορά παραπόνων στα Ἀνάκτορα, στήν τότε βασίλισσα Φρειδερίκη, μήπως καί ἀκουστῇ τό παράπονό του γιά τήν ἀδικία πού τοῦ ἔκαναν.

Τόν συμβούλεψα νά κάμῃ μιά ἀναφορά καί νά ἀναφέρῃ μαζί καί τήν καταστροφή πού ἔπαθε ὅλο τό χωριό.

Πράγματι, ἔγραψε τήν ἀναφορά καί μοῦ τήν ἔδωσε νά τήν καθαρογράψω στήν γραφομηχανή καί νά τήν στείλω ταχυδρομικῶς στά Ἀνάκτορα. Λόγῳ τῆς ἐπικρατούσης τότε ἀνωμάλου καταστάσεως, οὐδεμία ἀπάντησις ἐλήφθη.

Μετά τήν ἵδρυσιν ὅμως τῆς Βασιλικῆς Προνοίας «πρός ἀνακούφισιν τῶν καταστραφέντων ὀρεινῶν χωριῶν», ἡ Φρειδερίκη βρῆκε εἰς τά ἀρχεῖα της καί τήν ἀναφοράν τοῦ Βασίλη Περουκανέα, πού περιέγραφε τά σχετικά μέ τήν καταστροφή τῆς Σαϊδόνας ἀπό τούς Ἰταλούς, καί ἡ Φρειδερίκη, γιά νά δείξῃ ὅτι εἶναι Μάνα-

Βασίλισσα καί φροντίζει δι’ ὅλα, ἀνέλαβε διά τῶν συνεργατῶν τῆς Βασιλικῆς Προνοίας τήν ἀνοικοδόμησιν τῆς Σαϊδόνας, ὡς πρῶτο χωριό τῆς Μεσσηνίας καί τῆς Μάνης.

Μετά τό πέρας τῶν ἐργασιῶν καί τήν παράδοσιν ὑπό τοῦ συνεργείου τῶν ἐπισκευασθεισῶν οἰκιῶν, προς δημιουργίαν ἐντυπώσεων καί ρεκλάμας ὅτι οἱ Βασιλεῖς ἔφθασαν εἰς τό ὀρεινότερο χωριό τοῦ Ταϋγέτου, ἀπεφασίσθη

ἡ κάθοδος μέρους τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας καί μεγάλης ἀνακτορικῆς συνοδείας ἀπό αὐλικούς, στρατηγούς, ταξιάρχους ὅλων τῶν στρατιωτικῶν σωμάτων, ἁρμοδίων Διευθυντῶν Δημοσίων Ὑπηρεσιῶν τῆς Νομαρχίας Μεσσηνίας, τοῦ Νομάρχου, τοῦ Ὑπουργοῦ κ. Ψαρρέα καί δυνάμεως Χωροφυλακῆς καί Στρατοῦ. Ἡ συνοδεία ξεπερνοῦσε τούς διακοσίους καί βάδιζε τόν μουλαρόδρομο ἀπό Καρδαμύλη πρός Σαϊδόνα, ἄλλοι ἔφιπποι καί ἄλλοι πεζοί.

Κατά τήν πορείαν τῆς φάλαγγας, εἴχαμε καί μερικά εὔθυμα. Ἕνας ἀδέσποτος γάϊδαρος πού ἔβοσκε ἀμέριμνα στά χωράφια, ὅταν εἶδε τήν μεγάλη φάλαγγα τῶν ἱππέων καί μουλαριῶν, ἄρχισε νά γκαρίζῃ γοερά. Τότε ὁ Βασιλιᾶς Παῦλος ἔβγαλε τό καπέλλο του, σάν νά τοῦ ἔλεγε: «σ’ εὐχαριστῶ, πού μέ ὑποδέχεσαι μετά μεγάλης χαρᾶς».

Φτάνοντας στήν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ, ὅπου εἶχε στηθῆ μεγάλη ἀνθοστόλιστη ἁψῖδα, οἱ κάτοικοι τους ὑποδέχθηκαν μέ κωδωνοκρουσίες καί ζητωκραυγές καί ἡ φάλαγγα ἀνηφόρισε τά καλντερίμια τοῦ χωριοῦ, γιά να φτάσουν στό καλλιμάρμαρο σπίτι τοῦ ἀοιδίμου παπα-Νικόλα, γιά νά ξεπεζέψουν γιά ἀνάπαυση. Ἀνηφορίζοντας,

πέρασαν ἀπό ἕνα μαγαζί, πού ἔγραφε «Καφενεῖον ΡΕΞ» τοῦ Χρήστου Ξυδέα. Βλέποντας ὁ Βασιλιᾶς τό ΡΕΞ (πού σημαίνει «βασιλιᾶς»), ἀνεφώνησε πάλι: «καί ἐδῶ ΡΕΞ!»

Φτάνοντας στό σπίτι τῆς ἀναπαύσεως, ὁ Βασιλιᾶς, ἡ βασίλισσα, ἡ πριγκίπισσα Σοφία (ἡ σημερινή βασίλισσα τῆς Ἱσπανίας), στρατηγοί καί αὐλικοί βγῆκαν στό μπαλκόνι καί θαύμασαν τήν ὡραία περιοχή τῆς Σαϊδόνας, λέγοντας: «τί ὡραῖα εἶναι ἐδῶ! κρῖμα πού αὐτό τό μέρος δέν εἶναι κοντά στήν Ἀθήνα!»

Τότε, ἐκεῖ στό μπαλκόνι, ὁ Βασιλιᾶς ἀπό συσκευή ἀσυρμάτου στέλνει τό ἑξῆς μήνυμα:

Βασίλειον τῆς Σαϊδόνας

Ἡμέρα Δευτέρα, 3 Δεκεμβρίου, 1956.

Ἔχομεν καλῶς.

Παῦλος Α΄»².

                                    Επιθεώρηση και επισκέψεις στα χωριά

 

Στον δρόμο προς την Σαϊδόνα αρκετοί κάτοικοι του Πραστείου ακολούθησαν το βασιλικό ζεύγος.

Φτάνοντας στο χωριό ο Παύλος με την Φρειδερίκη επιθεώρησαν τα έργα ανακατασκευής / επισκευής των κατοικιών που κατέστρεψαν οι Ιταλοί. 

Το μεσημέρι οι επίσημοι βαδίζοντας τον δρόμο από Σαϊδόνα προς Καστάνια, σταμάτησαν στο Νιόκαστρο περιοχή που ανήκε στον καπετάν Κωνσταντίνο Δουράκη (ή Ντουράκη) από τους πρωταγωνιστές του ξεδηκωμού του ’21 όπου      «οἱ βασιλεῖς ἔφαγον εἰς τό ὕπαιθρον, ὑπό τάς δρῦς τῆς Ἀγλαΐας Δουράκη» (Κομπιλήρης «Χρονικό»).

Μετά από μια ώρα, γύρω στις 2.30 μ.μ., το βασιλκό ζεύγος αναχώρησε για την Καστάνια όπου έγινε δεκτό στην είσοδο του χωριού από τον πρόεδρο της κοινότητας και τον παπά, υπό τις ζητωκραυγές των συγκεντρωμένων κατοίκων.

             Ἀπό τήν ἐπίσκεψιν τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας στήν Καστάνια – τά παιδιά τοῦ χωριοῦ χορεύουν (διακρίνεται ὁ ἱερεύς Κων/νος Ταµπουρέας, δεξιά τῆς βασίλισσας Φρειδερίκης). Λεζάντα Π. Κομπιλήρη.


Από εκεί οι επίσημοι οδηγήθηκαν στην πλατεία του χωριού όπου είχε στηθεί εξέδρα με καθίσματα. Νέες του χωριού απέδωσαν ελληνικούς χορούς και μάλιστα η πριγκίπισσα Σοφία χόρεψε για λίγο μαζί τους.

Γύρω στις 4 μ.μ. η αποστολή μέσω του Πύργου Λεύκτρου και Νεοχωρίου έφτασαν στον αμαξιτό δρόμο στη θέση «Χανάκια» (έξω από την Στούπα) όπου βρισκόταν παρατεταγμένος  λόχος στρατού που εκτέλεσε λαμπαδηφορία.

Είχε νυχτώσει πια όταν οι βασιλείς και η ακολουθία τους αναχώρησαν με στρατιωτικά τζιπ για την Καρδαμύλη και, από εκεί μετά ημίωρη παραμονή,

Αναχώρησαν για την Καλαμάτα προκειμένου να διανυκτερεύσουν ο Παύλος, η Φρειδερίκη και η Σοφία σε πολεμικό πλοίο που είχε δέσει στην προκυμαία.

Από την Καλαμάτα, την επομένη ημέρα, αναχώρησαν για την Αθήνα, ολοκληρώνοντας έτσι την επίσκεψη στην Σαϊδόνα και λοιπά χωριά της Έξω Μάνης.

Σημείωση Όριον: Όλες οι φωτογραφίες καθώς και πολλές πληροφορίες προέρχονται από τον Χρονικό, τόμος Γ, του Παναγιώτη  Δ. Κομπιλήρη, εκδ. Αδούλωτη Μάνη. 

 Παραπομπές

1.       «Βασιλική Πρόνοια». Πρόκειται για το Βασιλικό Ίδρυμα Πρόνοιας ή Βασιλική Πρόνοια, έναν οργανισμό με σκοπό τη φροντίδα των παιδιών. Δημιουργήθηκε το 1955, ως συνέχιση της Ερανικής Επιτροπής «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος» που ιδρύθηκε το 1947 με την πρωτοβουλία της βασίλισσα Φρειδερίκης.

Το πλήρες όνομά του ήταν «Έρανος "Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος" υπό την Υψηλήν Προστασίαν της ΑΜ της Βασιλίσσης» και αρχικό έργο του ήταν οι «παιδουπόλεις» (περίπου 52 στο απόγειό τους) και η επιστροφή της πλειοψηφίας των παιδιών στα σπίτια τους. Το 1950 άλλαξε κατεύθυνση ιδρύοντας τα «Σπίτια του Παιδιού» (αναφέρονται ως «εγκατεστημένα σε 260 Ακριτικά χωριά»), δύο Αγροτικές Οικοκυρικές Σχολές για κορίτσια (μετεξέλιξη Παιδουπόλεων), μια πρωτοβάθμιος Αγροτική Σχολή, μια τεχνική σχολή για αγόρια, πρόγραμμα οικοτεχνίας (ιδιαίτερα η ταπητουργία), η εθνικοθρησκευτική αγωγή, έργα κοινής ωφελείας, νηπιαγωγεία, έκδοση περιοδικών ( πχ «Το Σπίτι του Παιδιού» και «Η Παιδούπολη») και αργότερα Ομάδες Βοήθειας Υπαίθρου, «Αστικά Κέντρα» (15 σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βόλο, Καβάλα για εξωσχολική επαγγελματική εκπαίδευση και ψυχαγωγία) και Κέντρα Νεότητας.Η Βασιλική Πρόνοια δεν ήταν κρατικός οργανισμός, αλλά είχε την υποστήριξή του με νομικές πράξεις, με χρηματοδότηση μέσω έμμεσης φορολογίας και με διάθεση εκτάσεων. Η «Βασιλική Πρόνοια» μετεξελίχθηκε το 1970 σε «Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας» (Ε.Ο.Π.) (ΦΕΚ 125/2.6.1970).

2.       Το κείμενο του Ταβουλαρέα δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Μανιάτικη Αλληλεγγύη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου