Σελίδες

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Ο αφορισμός των κλεφτών της Πελοποννήσου από τον πατριάρχη το 1805


Του Θανάση Νακόπουλου
      Ο Γεώργιος Φίνλεϋ στο βιβλίο του «Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα» γράφει για τους Οθωμανούς: «Όμως η κυριαρχία τους στην Ελλάδα είχε και τη χρησιμότητά της∙
κατόρθωσε ένα έργο που ούτε η ρωμαϊκή εξουσία ούτε η ορθόδοξη εκκλησία είχαν πραγματοποιήσει∙ έκανε τους Έλληνες έθνος, και συνένωσε τις διάφορες κοινότητες τους σε ένα σώμα. Ένας μεγάλος κύκλος στην ιστορία της Ελλάδος είχε συμπληρωθεί. Η φυλή των Οθωμανών είχε εκπληρώσει την αποστολή της στην κλασική γη της Ελλάδας, και είχε τώρα φθάσει ο καιρός για να εγκαταλείψει αυτή τη γη σαν τους Ρωμαίους, τους Σταυροφόρους, και τους Βενετσιάνους» (σελ. 348, εκδόσεις «Τολίδης», σε μετάφραση Μίλτου Γαρίδη και σχόλια του Τάσου Βουρνά).

Η αλήθεια είναι ότι ποτέ οι Έλληνες, αν και είχαν συνείδηση της κοινής καταγωγής και του κοινού πολιτισμού, δεν είχαν αναπτύξει ενιαία εθνική - κρατική συνείδηση. Για πρώτη φορά ελληνικό κράτος συστήθηκε μετά το 1830 με την απελευθέρωση από τους Τούρκους, χωρίς όμως ν’ απόσχουν και του τοπικού εγωισμού τους οι Έλληνες. Η διεργασία αυτή ήταν μακρά κι επίπονη και αρχίζει με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την διασπορά των Ελλήνων στις ευρωπαϊκές χώρες. 
Στην Ευρώπη, από την εποχή του Καρλομάγνου, το 800, είχε αρχίσει να δημιουργείται η συνείδηση του εθνικού κράτους σε αντιστάθμισμα προς τις θρησκευτικές ανατολικές πολυεθνικές αυτοκρατορίες, χριστιανική και ισλαμική. Ταυτόχρονα, άρχισε και η αναζήτηση της πολιτιστικής ευρωπαϊκής καταγωγής, με ασφαλές μαξιλάρι τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Για το λόγο αυτό και οι πρώτες σπίθες της εθνικής αναγέννησης φάνηκαν στην Ελλάδα με τη Φραγκοκρατία (1204), όταν στη Δύση είχε συντελεστεί η αναγέννηση της αρχαίας ελληνικής επιστήμης και τα κυριότερα δυτικά πανεπιστήμια (Καίμπριτζ, Οξφόρδη, Σορβόννη κλπ.) είχαν ιδρυθεί. 
Πάνω σ’ αυτή την πραγματικότητα στηρίχθηκε η φιλοσοφική σχολή του Πλήθωνα στο Μυστρά και η επιστολή του στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο, ότι είμαστε Έλληνες, όπως η γλώσσα και η πάτρια παιδεία μαρτυρεί.
Δεν είχε χαθεί, όμως, η συνείδηση της κοινής καταγωγής και του κοινού πολιτισμού από τους Έλληνες. Οι αγράμματοι κλέφτες στα βουνά, αιώνες μετά την κατάργηση όλων των αθλητικών αγώνων, οργάνωσαν πάνω στα βουνά αυτοσχέδιους αγώνες, ρίξιμο λιθαριού, παλέματος, τρεξίματος και σκοποβολής. Το Δημοτικό Τραγούδι υμνεί την ελευθερία και τον έρωτα, ενώ με τις παραλογές, διατηρεί ακέραιο το δεσμό του με την αρχαία ελληνική τραγωδία και με τ’ αποκριάτικα τραγούδια και χορούς διασώζει όλη την ελευθεριάζουσα αριστοφάνεια έκφραση. 
Ο Κ.Θ. Δημαράς στο βιβλίο του «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» γράφει για τη διαχρονικότητα  του δημοτικού τραγουδιού: «Σ’ αυτούς τους τόπους, σ’ αυτά τα ξερά και γυμνά χώματα επάνω, έζησαν, εχάρηκαν, αγάπησαν και πέθαναν γενιές ανθρώπων χωρίς καμμιά διακοπή. Όπως είχε κλάψει η κόρη το χαμό της μητέρας της, με όμοιο τρόπο την έκλαιγαν κι εκείνη, λίγα χρόνια αργότερα τα παιδιά της. Τα τραγούδια που τραγουδούσε νέος,  λεβέντης στους χορούς και τα πανηγύρια, τα ίδια αυτά τραγούδια τα δίδασκε γέρος στα εγγόνια του, για να συνεχισθεί έτσι  αδιάκοπη η αλυσίδα που έδενε το χθες με το σήμερα, με το αύριο» (σελ. 15). 
Καταριέται το θάνατο και το κατέβασμα στον Άδη, όπου δεν βλέπει χλοερούς τόπους μετά αγίων, αλλά συναντά τις σκιές που συνάντησε ο Οδυσσέας κι επαναλαμβάνει τα λόγια του Αχιλλέα, που προτιμούσε τον επάνω κόσμο κι ας ήταν δούλος. 
Τραγουδούσε - και τραγουδά - ο έχων βιολογική μνήμη ελληνικός λαός τις χαρές της ζωής:
                          Χορεύετε, χορεύετε,
                          παπούτσια μη λυπάστε,
                          γιατί θα ξεκουράζονται
                          την ώρα που κοιμάστε.
                          Δώστε του χορού να πάει,
                          Τούτ’ η γη θα μας εφάει.
                          Τούτ’ η γη που την πατούμε,
                          Όλοι μέσα θε να μπούμε!!!
Οι κλέφτες
Στο βιβλίο του «Οι Κλέφτες του Μωριά» ο Γιάννης Βλαχογιάννης γράφει σχετικά με τα αίτια που δημιούργησαν τα φαινόμενο των κλεφτών: «Μέσα στις χώρες η φτώχεια γεννοβολάει το έγκλημα· στην εξοχή κάνει να φυτρώση πρώτα η ζωοκλοπή, ύστερα η φυγοδικία, και τέλος η ληστεία να θεριέψη. Ο Κλέφτης πρώτα και κύρια ήτανε ληστής, κι η ληστεία επάγγελμά του∙ αν τώρα ομορφαίνουμε τις πράξεις του, είναι γιατί η δημόσια αρχή που τον κατέτρεχε ήτανε ξενική κι αλλόπιστη» («Άπαντα Νεοελλήνων Κλασικών», τόμος Δ΄, σελ. 139). 
Στις παρατηρήσεις αυτές του Βλαχογιάννη θα πρέπει να προσθέσουμε και τη φυγοδικία εξ αιτίας της προσβολής της τιμής από τις διάφορες μορφές εξουσίας. Όποια, όμως, και να ήταν η αιτία του περάσματος στην παρανομία, η αλήθεια είναι ότι ο κλέφτης ενεργούσε αποκλειστικά για τον εαυτό του. Ουσιαστικά κανένας από τους κλέφτες δεν κήρυξε επανάσταση εναντίον του κατακτητή ή επαναστάτησε για ν’ αποκτήσει κοινωνικά δικαιώματα.  Άλλωστε, από τον διορισμό του σαν διώκτης των κλεφτών (αρματολός) μέχρι το πέρασμά του στην παρανομία η απόσταση δεν ήταν μεγάλη. Τα ίδια πρόσωπα παρουσιάζονται σε πολλές περιπτώσεις και με τις δύο ιδιότητες. 
Επίσης, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να υπάρχουν μικτές εθνικά συμμορίες, με πιο κοινές τις ελληνοαλβανικές, όπως ήταν η συμμορία του πατέρα του Αλή πασά και του πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Η εμφάνιση των κλεφτών δεν ήταν φαινόμενο μόνον εκείνης της χρονικής στιγμής και ενδημικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 
Σ’ όλο το Μεσαίωνα είναι γνωστά τα κατορθώματα των ληστών του δρόμου, που ο λαός ύμνησε την ανδρεία τους. Άλλωστε, ο λαός δεν είχε τίποτα να χάσει από τους παντός είδους ληστές, αφού δεν υπήρχε περιουσία να του αρπάξουν. Έβγαινε μάλλον ωφελημένος από την υλική συνδρομή των ληστών, προκειμένου αυτοί να εξασφαλίσουν τη σιωπή του απέναντι στους διώκτες τους. 
Τους μόνους που δεν ύμνησε ποτέ η λαϊκή μούσα, αλλά αντίθετα τους αναθεμάτισε, ήταν οι πειρατές, γιατί τους ληστές της θάλασσας δεν τους ενδιέφερε η οικονομική κατάσταση των θυμάτων τους αλλά το εμπόριο των σωμάτων τους.

Για την ιδεολογία των κλεφτών ο Δ. Παπαδόπουλος γράφει: «Στα κλέφτικα τραγούδια που τραγουδούν τον ηρωισμό ή θρηνούν τον θάνατό τους, δεν υπάρχουν οι λέξεις πατρίδα, εθνική ανεξαρτησία ή κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτά είναι ρωμαντισμός που προσδίδουν οι κατοπινοί παρατηρητές στην πράξη τους. Ο κλέφτης μαχόταν μόνο για τον εαυτό του και την επιβίωσή του» («Ιστορίας της Επαρχίας Μεγαλοπόλεως», σελ. 89). 
Όμως, τόσο η κρίση του Βλαχογιάννη όσο και του Παπαδόπουλου είναι επιφανειακές. Η συνείδηση της εθνικής καταγωγής δεν λείπει από τους κλέφτες. Ο λαός τραγουδά για τον κλέφτη που βαρέθηκε να δουλεύει στους Τούρκους και θα πάει στα βουνά γίνει κλέφτης. 
Λείπει, βεβαίως, η εξίσου αντιπαλότητά του με τον Έλληνα κοτζαμπάση, που αφαιρεί κάθε κοινωνικό αγώνα του, αλλά υπάρχει ο εθνικός διαχωρισμός. Μέσα στο κλίμα της ανάπτυξης της εθνικής συνείδησης από τους λόγιους του Διαφωτισμού δεν έμειναν αλώβητοι οι κλέφτες. Ο ονομαστός Ζαχαριάς σύστησε υποτυπώδη σχολεία στη γενέτειρά του Μπαρμπίτσα και στο χωριό Σκουφομύτη υποτυπώδη ελληνικά σχολεία. Έγραφε, μάλιστα, στον πατέρα τού Οδυσσέα Ανδρούτσου: «Τα μοιραζόμαστε εκείνα που παίρνω. Δεν θέλω γρόσια, θέλω συντρόφους για την πατρίδα». Είναι γνωστό ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος διατηρούσε αλληλογραφία με τον εθναπόστολο Κοραή κι έχουν διασωθεί γράμματά τους. Άλλωστε, η προθυμία τους να στελεχώσουν τα επαναστατικά σώματα, μάλλον δείχνει ότι η εθνική ιδέα είχε ριζώσει στην καρδιά και το μυαλό τους. Λήστευαν για να ζήσουν, ενεργούσαν μόνοι τους, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι εξέλειπε η παραμικρή εθνική συνείδηση.

Ο ιστορικός περίγυρος πριν τον αφορισμό
Εκτός από την πνευματική ανάταση του γένους, ελπίδες για την ελευθερία του είχε γεννήσει ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1768. Συνεχίζοντας την πολιτική του Μεγάλου Πέτρου, η τσαρίνα Αικατερίνη η Μεγάλη θέλησε να παρασύρει σ’ επανάσταση τους Έλληνες εναντίον του σουλτάνου. Την αποστολή ανέλαβε ο έμπιστος φίλος του Ορλώφ, Γ. Παπάζωλης. Οι Πελοποννήσιοι πρόθυμα ανταποκρίθηκαν στο επαναστατικό ρωσικό κάλεσμα. Η δημοτική μούσα ύμνησε αυτές τις ελπίδες με το τραγούδι:
                                      «Ακόμη τούτ’ την Άνοιξη,
                                       ραγιάδες, ραγιάδες,
                                       τούτο το καλοκαίρι,
                                       καημένη Ρούμελη.
                                       Όσο να ’ρθή ο Μόσκοβος,
                                       Ραγιάδες, ραγιάδες,
                                       Να φέρη το σεφέρι,
                                       Μωρηά και Ρούμελη».

Είναι σημαντικό ν’ αναφερθεί ότι στην ανταρσία κινήθηκε όλος ο ελληνισμός της Πελοποννήσου (λαός και προεστοί), προεξάρχοντος του καθαιρεθέντος πατριάρχη Καλλίνικου Ε΄, που εγκατέλειψε το Άγιον Όρος, όπου μόναζε, κι επέστρεψε στη γενέτειρά του, τη Δημητσάνα. Παρά τις υποσχέσεις, όμως, η Αικατερίνη δεν πρόσφερε καμιά βοήθεια στους Έλληνες. Ο σουλτάνος, με απασχολημένα τα στρατεύματα στο βόρειο μέτωπο, έδωσε εντολή να καταστείλουν την ανταρσία αλβανικά στρατεύματα. Η βιαιότητα των Αλβανών δεν έκανε διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, που καταλήστεψαν και τις δυο κοινότητες. Το τέλος του πολέμου με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, το 1774, δεν έδωσε μόνον προνόμια στους χριστιανούς υπηκόους του σουλτάνου, αλλά απελευθέρωσε στρατεύματα, που υπό την ηγεσία του Χασάν πασά και με τη βοήθεια των χριστιανών απάλλαξαν την Πελοπόννησο από τους Αλβανούς, οι οποίοι κυνηγημένοι βρήκαν καταφύγιο στην αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων.  

Η ησυχία δεν κράτησε για πολύ. 
Το 1787 ξέσπασε νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος. Όμως, όλη την ευρωπαϊκή παγιωμένη κατάσταση ήλθε να την ανατρέψει η Γαλλική Επανάσταση του 1789. 
Μπροστά στη νέα πολιτική καταιγίδα, Ρωσία και Τουρκία υποχρεώθηκαν σε νέα συνθήκη ειρήνης, το 1792, μετά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο. Πλέον είχε έρθει η σειρά των Γάλλων ν’ αλιεύσουν  Έλληνες συμμάχους. Το έργο ανέλαβαν ο Μανιάτης στην καταγωγή Δήμος Στεφανόπολι με τον ανηψιό του Νικολό. Με το πρόσχημα βοτανολογικών μελετών στην περιοχή, οργάνωσαν συνωμοσία για την επανάσταση των Ελλήνων στη Μάνη. Αρχικά, προσεταιρίστηκε τον πρώην μπέη Τζαννέτο Γρηγοράκη, στον πύργο του οποίου έγινε συνάθροιση των αρχόντων της Μάνης και συμμετείχαν, ακόμη, αντιπρόσωποι από τη Μακεδονία, την Κρήτη και την Αλβανία. Το 1801 οι Στεφανόπολι έστειλαν όπλα και χρήματα στον Γρηγοράκη, το 1802 στον Μαυρομιχάλη και το 1803 στον Ζαχαριά. Οι κινήσεις αυτές δεν θορύβησαν τόσο τους Τούρκους όσο η επανάσταση που ξέσπασε στη Σερβία το 1804. 
Άλλωστε, στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα, ο Αλή είχε επιφέρει ισχυρό πλήγμα εναντίον των κλεφτών κι είχε επικρατήσει ηρεμία. Στην Πελοπόννησο η μορφολογία του εδάφους, με εξαίρεση την κακοτράχαλη Μάνη, καθιστούσε εύκολη την καταστολή των κλεφτών. Αλλά υπήρχε μια επιπλέον δυσκολία για την δράση των κλεφτών. Στην Πελοπόννησο οι Τούρκοι ήταν πάντα μειοψηφία. Έτσι, πολλά από τα θύματα των κλεφτών ήταν Έλληνες κτηματίες, που για την προστασία τους προσλάμβαναν ομάδες κλεφτών και τον αρχηγό τους τον ονόμαζαν κάπο. Ο Θ. Κολοκοτρώνης είχε διατελέσει "κάπος" του Δεληγιάννη. Δηλαδή, οι κλέφτες της Πελοποννήσου δεν είχαν στήριγμα μεταξύ των Ελλήνων κοτζαμπάσηδων.

Ο μεγάλος διωγμός
Ο κατατρεγμός των κλεφτών όχι μόνο στην Πελοπόννησο αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα ακολουθεί την εκτέλεση του Ρήγα Φεραίου στις φυλακές Βελιγραδίου. Η πλατιά διάδοση των κηρυγμάτων του Ρήγα φαίνεται πως στάθηκε η αιτία αυτού του κατατρεγμού. 
Είχε προηγηθεί η επιστολή  του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ λίγους μήνες μετά τον τραγικό θάνατό του, το 1798, πρώτη πατριαρχεία, που παρακινούσε τους μητροπολίτες να καταστρέψουν όσα έργα του Ρήγα ήθελαν να βρουν ως επικίνδυνα ή να τα στείλουν στο Φανάρι, για να τα καταστρέψει ο ίδιος. Φαίνεται, όμως, ότι οι παραινέσεις του Πατριαρχείου ήταν συνεχείς κι αυτό συμπεραίνεται εύκολα από το αφοριστικό των κλεφτών, το οποίο απέστειλε ο πατριάρχης Καλλίνικος Ε΄, που μεταξύ άλλων γράφει: 

«Πολλάς φοράς και ημείς με υψηλήν προσκυνητήν προσταγήν εγράψαμεν και εις την αρχιερωσύνην σου και εις τους λοιπούς συναδέλφους αρχιερείς του Μωρέως και εις άλλους κατά τόπους προεστώτας και ηγουμένους, όπου είναι του κλήρου και της τάξεώς μας. Καθώς ομοίως εγράψαμεν και εις τους κοτζαμπασίδες, δημογέροντες, προεστώτας και λοιπούς κατοικούντας εις τον Μωρέα φανερώνοντας εις όλους πατρικώς και εκκλησιαστικώς τα πρέποντα εις σας και τα συμφέροντα, παρακινούντες σας όλους εις το να έχετε μεγάλην προσοχήν, να φυλάττετε απαρασάλευτα όσα προστάζεσθε με κάθε ομόνοιαν και με μαγάλην δουλικήν κλίσιν και να εμποδίζετε με κάθε τρόπον και με όλην σας την δύναμιν κάθε κίνημα, όπου είναι εναντίον εις τα βασιλικάς (σουλτανικάς) προσκυνητάς προσταγάς και ως αίτιον κάθε παιδεύσεως και πικράς τιμωρίας εις εκείνους οπού αποτολμούν να εύγουν από τα όριά τους». 

Το 1804 ξεκαθαρίστηκε  η Βόρεια Πελοπόννησος με τη δολοφονία των κλεφτών Πετιμεζά και Γιαννιά. Αλλά το πιο ισχυρό πλήγμα της κλεφτουριάς της Πελοποννήσου επέφερε η δολοφονία του Ζαχαριά προς το τέλος 1805 από τον Μανιάτη Κουκή. Δυστυχώς, ο Ζαχαριάς, αν και ο ίδιος δεν ήταν Μανιάτης, ζούσε και δρούσε στη Μάνη κι είχε μπλεχτεί στις ενδομανιάτικες συγκρούσεις. 
Ήταν τόση η εντύπωση που προκάλεσε η δολοφονία του, που ο Θ. Κολοκοτρώνης είπε στους άλλους κλέφτες: «Παιδιά, η κόττα που έκανε το αυγό εχάθη. Εσκοτώθη πλέον εκείνος που εχώριζε τους Τούρκους εις δύο, και άλλοι τον εχθρεύοντο και άλλοι τον αγαπούσαν. Ο τόπος δεν μας χωρεί πλέον. Να φύγωμε εις τα Επτάνησα» (λόγος του στην τελευταία συνάθροιση των κλεφτών, όπως τον διασώζει ο Ν. Πολίτης).

Την πρόταση αυτή, όμως, του «Γέρου» την απέρριψαν οι άλλοι κλέφτες, ιδιαίτερα ο αδελφός του Γιάννης. Ούτε δέχθηκαν την άλλη πρόταση να χωριστούν σε μικρές ομάδες των 5 - 6 ατόμων και να καθίσουν ήσυχα μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα. Και σα να μην έφθανε αυτό, ο Γιάννης Κολοκοτρώνης με τα παλληκάρια του αιχμαλώτισε και λήστεψε τον πρωτοσύγκελο και προεστό της Κυπαρισσίας Αδριανόπουλο, που μετέφερε τους υπέρ του πατριαρχείου φόρους στην Τρίπολη. 
Αυτό προκάλεσε γενική κατακραυγή και τον αφορισμό από το πατριαρχείο των κλεφτών, που έφθασε στην Πελοπόννησο στις αρχές του 1806 μαζί με το σουλτανικό φιρμάνι για την εξόντωσή τους. Ο διωγμός εντάθηκε και το τέλος των κλεφτών της Πελοποννήσου είχε σημάνει. 
Ο Γιάννης, με πέντε ακόμα συντρόφους του, ζήτησε άσυλο στο μοναστήρι στους Αιμυαλούς Αρκαδίας. Ένας καλόγερος, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, τους καλοδέχθηκε. Τους έδωσε ψωμί να φάνε, αλλά κατόπιν πήγε και τους κατέδωσε στους Τούρκους, που δεν άργησαν να πολιορκήσουν το μοναστήρι. 
Ο Γιάννης, τότε, με τα παλληκάρια του ταμπουρώθηκε στο ληνό (= πατητήρι), που ήταν στην αυλή του μοναστηριού κι έδωσε τη μάχη. Από τότε η λαϊκή μούσα ονόμασε το ληνό «ληνό του Κολοκοτρώνη» κι έτσι το δείχνουν μέχρι σήμερα στους επισκέπτες. Στην άνιση μάχη οι κλέφτες έπεσαν μέχρι ενός και οι Τούρκοι έκοψαν τα κεφάλια τους, τα έβαλαν πάνω σε κοντάρια και τα περιέφεραν στα χωριά της περιφέρειας προς παραδειγματισμό. Τέλος, τα κρέμασαν σ’ ένα πλάτανο στο κέντρο της Τρίπολης. Η παράδοση θέλει το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη να παρακολουθεί το χαμό του αδελφού του από το αντικρινό βουνό και, όταν οι Έλληνες πήραν την Τρίπολη, να βάζει να κόψουν τον πλάτανο.
Οι αιτίες της καταστροφής της Πελοποννήσου ήταν κυρίως στρατιωτικοί. Οι Πελοποννήσιοι δεν έχαναν την ευκαιρία να συντάσσονται με τους εχθρούς της Πύλης. Γνώριζε ο σουλτάνος ότι οι ξένοι εύκολα στρατολογούσαν αντάρτες, ιδιαίτερα από την αδούλωτη Μάνη. Γνώριζε, επίσης, ότι οι Τούρκοι ήταν σ’ επισφαλή θέση, γιατί ήταν ολιγάριθμοι. Στόλος αξιόλογος δεν υπήρχε να υποστηρίξει την ισχύ των Οθωμανών, ενώ η αποστολή στρατευμάτων από την ξηρά ήταν έκθετη σ’ επιθέσεις στη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα. Για τους λόγους αυτούς τόσο οι ξένοι όσο και οι Έλληνες επαναστάτες αποφάσισαν να ξεκινήσει η επανάσταση από την Πελοπόννησο, που πρώτη ξεσηκώθηκε και πρώτη ελευθερώθηκε. 
Όμως, ο κατατρεγμός του 1806 κράτησε τους Πελοποννήσιους ήσυχους μέχρι την Επανάσταση του ’21, όταν η υπόλοιπη Ελλάδα συνταράζονταν από στασιαστικά κινήματα, όπως ήταν του παπα - Βλαχάβα στη Θεσσαλία. Η ληστεία του πρωτοσύγκελου σίγουρα έπαιξε κι αυτή το ρόλο της, για να επισπευσθεί ο κατατρεγμός των κλεφτών κι ο αφορισμός τους από τον πατριάρχη είναι ένα ακόμη σημάδι της συνεργασίας Πατριαρχείου και Υψηλής Πύλης. Η λαϊκή μούσα διέσωσε το γεγονός στο πιο κάτω τραγούδι:
             
             Ο Γιάννης ήταν βοϊβόντας κι ο Θοδωράκης κλέφτης
             Κι ο Γιώργος από τον Αητό κριτής είναι και κρίνει.
             Πιάνει και γράφει γράμματα και του Γιαννάκη στέλνει:
             -Σε σε Γιαννάκη αδελφέ και Θοδωράκη κλέφτη,
             Ώρα να ιδής το γράμμα μου, διαβάσης τη γραφή μου.
             Μάζω τα παλληκάρια μας δικά σου και δικά μου
             Κ’ έβγα στο Σαπολείβαδο, στης Μαρμαριάς τον κάμπο,
             Πώρχεται ο Πρωτοσύγγελος από τους Γαργαλιάνους.
             Φέρνει φλωριά μέσ’ τον ντορβά, της ντούπιες στο ντισάκι.
             Μα πήγαν και φυλάξανε στου γεφυριού το πόδι.
             Πιάνουν τον Πρωτοσύγγελο καβάλλα στ’ άλογό του.
             Τον πιάνει ο Γιώργος κι ο Ζορμπάς με τα σπαθιά στα χέρια.
             Κι ο Θόδωρος που τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη,
             Το Σύγγελο απόλυκε στον τόπο του να πάει.
              Πεισμόνει ο Πρωτοσύγγελος και στο Ντιβάνι γράφει
              Τους κλέφτες τους αρματωλούς ούλους να τους ξεκάνη.
(από τη χειρόγραφη συλλογή του Ν. Λάσκαρη, εκ Λάστας).   

Το κείμενο του Θ. Νακόπουλου δημοσιεύθηκε στο τεύχος 4 του εντύπου Όριον, Ιανουάριος 2009.
     
*Ο Γιώργος ή Γιώργας είναι πρώτος εξάδελφος του Κολοκοτρώνη και σκοτώθηκε μαζί με το Γιάννη στο μοναστήρι της Αιμυαλούς.
*Ζορμπάς ήταν το παρατσούκλι του Γιάννη Κολοκοτρώνη, λόγω του ανυπότακτου χαρακτήρα του.

Θανάσης Νακόπουλος είναι το ψευδώνυμο του αείμνηστου, βασικού συνεργάτη του Όριον +Θανάση Κουκοβίστα.                          


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου