Σελίδες

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων: ο Πρώτος της Ελληνικής Αναγέννησης

 Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Όριον τον Φεβρουάριο του 2009 και έφερε την υπογραφή του Θανάση Νακόπουλου που ήταν ένα από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε ο Θανάσης Κουκοβίστας - αποκλειστικός συνεργάτης του περιοδικού για πέντε χρόνια. 

Ο Θανάσης, άνθρωπος πολυγραφότατος, παθιασμένος με πολλά αντικείμενα, έφυγε από κοντά μας σήμερα, στο νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός, στην Αθήνα όπου γεννήθηκε και ανδρώθηκε. Τα τελευταία χρόνια τον επέλεξε η Καλαμάτα. Μετά την διακοπή έκδοσης του περιοδικού, εργαζόταν στην εφημερίδα Φωνή και συνεργαζόταν με την εβδομαδιαία εφημερίδα του Θόδωρου Μπρεδήμα Μεσσηνιακός Λόγος
Δημοσιεύουμε το κείμενο για τον Γεώργιο Πλήθωνα - Γεμιστό στην μνήμη του Θανάση.

      Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος στο βιβλίο του «Περί Θεμάτων» γράφει: «Οι εκ του κάστρου Μαΐνης ουκ εισί της γενεάς των Σλάβων, αλλ’ εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων, οι και μέχρι του νυν παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται δια το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας, οίτινες επί της βασιλείου του αοιδοίμου Βασιλείου Χριστιανοί γεγόνασι». Βεβαίως, το «μέχρι του νυν» έρχεται σε αντίθεση με το «γεγόνασι» κι έτσι είναι. Άλλωστε, αν οι Λάκωνες είχαν εκχριστιανιστεί, δεν θα καθίστατο επιβεβλημένη η πρόσκληση  του  Νίκωνα για να τους οδηγήσει με το ζόρι στο δρόμο του Θεού. Ενώ ο Ι. Ζωναράς γράφει τον ΙΒ΄ αιώνα: «Έθη ελληνικά τε και εθνικά κατά παράδοσιν εποίουν, τινές, και ποιούσι, μηδέ ειδότες τι δηλούσι τα γινόμενα».   Η μεγαλύτερη, όμως, απόδειξη ότι υπήρχαν ακόμη οπαδοί της ελληνικής πατρώας θρησκείας στους ύστερους χρόνους του Βυζαντίου υπάρχει στη νομοθεσία. Στη συλλογή νόμων του Κ. Αρμενόπουλου «Εξάβιβλος», που εκδόθηκε περίπου το 1350, δηλαδή 100 χρόνια πριν από την Άλωση, και που ίσχυσε μέχρι το 1945, οπότε καταργήθηκε οριστικά, προβλέπεται για τους ελληνίζοντες: «§4. Οι αξιωθέντες του αγίου βαπτίσματος και πάλιν ελληνίζοντες εσχάτη τιμωρία υπόκεινται…§6. Ο ποιών ελληνικάς θυσίας ή τιμών είδωλα ή θυσιάζων ή λίβανον αυτοίς καίων εσχάτη τιμωρία υποβάλλεται∙ ομοίως δε τιμωρούνται και συνίστορες (= οι γνώστες του γεγονότος και μη καταγγέλλοντες)  αυτού και οι υπηρέται των θυσιών» (βιβλίο ΣΤ΄, τίτλος ΙΔ΄ «περί Ιουδαίων, ελληνιζόντων και αιρετικών», Εκδόσεις «Δωδώνη», επιμέλεια Κ. Πιτσάκης). Ενώ ακόμα προβλέπεται στο ίδιο βιβλίο: «Το δια θυσιών μαντεύεσθαι κεκώλυται∙ ο δε τοιούτος ξίφει τιμωρείσθω» (Τίτλος Ι΄, § 6).  
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων, περίπου το 1355. Η ημερομηνία της γέννησής του δεν είναι ακριβώς γνωστή, αλλά εξάγεται από τη βέβαιη ημερομηνία θανάτου του στο Μυστρά, την πρώτη πρωινή ώρα της 26ης Ιουνίου 1452. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς τον παρομοιάζουν με το Μαθουσάλα και αναφέρουν ότι πέθανε περίπου εκατοντούτης. Εκτός από το γεγονός ότι ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας και, σύμφωνα με τους συγχρόνους του, έλαβε εξαίρετη μόρφωση. Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του και την πατρική οικογένειά του δεν υπάρχουν στοιχεία. Το όνομα του πατέρα του πιθανολογείται ότι ήταν Δημήτριος, γιατί Δημήτριο ονόμασε τον πρωτότοκο γιο του. Ο Γεώργιος Σχολάριος ισχυρίζεται ότι οι γονείς του ήταν ευσεβείς και ο πατέρας του στα τέλη του 14ου αιώνα ήταν πρωτονοτάριος της μεγάλης εκκλησίας. Στην Κωνσταντινούπολη ο Πλήθων σίγουρα πρέπει να είχε και την πρώτη ουσιαστική επαφή με την αρχαία ελληνική γραμματεία, μία απόδειξη ακόμη ότι, παρά τους διωγμούς, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα δεν είχε πεθάνει. Το ομολογεί αυτό ο Σχολάριος που γράφει: «…ούτος γαρ πριν τελειωθείναι τω λόγω και τη παιδεύσει και τη κρίνειν τα τοιαύτα δυνάμει, μάλλον δε πριν σχεδόν αυτών άψασθαι, τοσούτον ηττήτο των ελληνικών δοξών, ώστε λίγα φροντίσαι μαθείν τον πάτριον  αυτώ Χριστιανισμόν, ει μη όσον αυτώ και ιδιώταις δήλον εστιν. Ου γαρ ένεκα του κατά φωνήν Ελληνισμού, ως Χριστιανοί πάντες, τας των Ελλήνων ανεγίγνωσκεν και εδιδάσκετο βίβλους ποιητών μεν πρώτον, έπειτα δε και φιλοσόφων, αλλά του προστεθήναι αυτοίς χάριν... Ούτω δε προκαταληφθέντι πάνυ εικός εστι δια την έλλειψιν της εκ Θεού χάριτος και ροπήν τινα αυτώ προσγενέσθαι από δαιμόνων, οις προσεστάθη προς το αμεταποιήτως προσκολληθήναι τη πλάνη, ό και Ιουλιανώ και πολλοίς άλλοις αποστάταις συνέβη» (Από το βιβλίο του Π. Κανελλόπουλου, «Γεννήθηκα το 1402», όπου ισχυρίζεται ότι ο Γεννάδιος δεν έγραψε την επιστολή αυτή προς τη χήρα του Μανουήλ Παλαιολόγου αλλά προς τη γυναίκα του Δεσπότη του Μυστρά, Δημ. Παλαιολόγου, σελ. 261).
Βυζαντινή και οθωμανική παιδεία
Σ’ αυτό το Βυζάντιο, όπου τα λείψανα του αρχαίου πολιτισμού κάποιοι τα φύλασσαν με περισσή φροντίδα και με κίνδυνο της ζωής τους, ανδρώθηκε πνευματικά ο Πλήθων. Εκεί, όμως, που εδραίωσε την πίστη του προς την αρχαία θρησκεία, ήταν η σουλτανική σχολή στην Αδριανούπολη, όπου είχε μεταφερθεί η έδρα του οθωμανικού κράτους. Σε μας έχει μείνει η εικόνα των αγράμματων σουλτάνων της παρακμής. Όμως, στους πρώτους αιώνες οι σουλτάνοι, παρακινούμενοι από την πολιτιστική ακμή των αραβικών χαλιφάτων που κατέλαβαν, είχαν αρκετά μεγάλη μόρφωση και είχαν διακριθεί για τις επιδόσεις τους στην ποίηση και τη μουσική. Ιδιαίτερα ο Μουράτ καμάρωνε να εμφανίζεται σαν προστάτης των τεχνών και των επιστημών. Η σχολή που λειτουργούσε στο σουλτανικό ανάκτορο ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου και προετοιμάζονταν σ’ αυτή τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης. Οι Οθωμανοί διατήρησαν δύο σχολές παραδοσιακά, τη στρατιωτική και τη σχολή του σαραγιού. Εκτός από τους Οθωμανούς, στις σχολές αυτές σπούδαζαν υποχρεωτικά και τα παιδιά του παιδομαζώματος, ανάλογα με την επιλογή που είχε γίνει στο αν θ’ ακολουθήσουν τη στρατιωτική υπηρεσία ή θα επανδρώσουν τη δημόσια διοίκηση, και μάλιστα σε υψηλές θέσεις. Ελεύθερα, όμως, μπορούσε να παρακολουθήσει τα μαθήματα στη σχολή του σαραγιού κι όποιος άλλος επιθυμούσε. Ήταν εξαίρετη η φιλελεύθερη πολιτική των πρώτων σουλτάνων, που ήταν ανεκτικοί και προς τις άλλες θρησκείες και προς την απονομή αξιωμάτων στους ικανότερους. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι  το ισχυρό ιππικό των σπάηδων (ή σπαχήδων) αποτελείτο από χριστιανούς αποκλειστικά, χωρίς να υποχρεωθούν σ’ εξισλαμισμό, τουλάχιστον κατά τους πρώτους αιώνες.
Ο τάφος του Πλήθωνα στην Ιταλία

Η πολιτιστική ανάπτυξη του περσικού βασιλείου και των αραβικών χαλιφάτων ξεκίνησε το 529, όταν ο Ιουστινιανός έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας και οι δάσκαλοί τους κατέφυγαν στην αυλή του Πέρση βασιλέα μαζί με τα βιβλία των επιστημών τους. Αναπτύχθηκε έτσι μια σχολή Αράβων φιλοσόφων, που με την εξάπλωση των Αράβων στην Β. Αφρική κι από εκεί στην Ισπανία, έφεραν σ’ επαφή τη Δ. Ευρώπη με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Μας αρέσει να λέμε ότι την Αναγέννηση την προκάλεσαν οι Έλληνες που κατέφυγαν στη Δύση μετά την τουρκική κατάκτηση. Όμως, η αλήθεια είναι ότι η αναγέννηση των αρχαίων ελληνικών επιστημονικών συγγραμμάτων και της αριστοτελικής φιλοσοφίας είχε πραγματοποιηθεί αιώνες νωρίτερα, ακριβώς εξαιτίας της επαφής των Αράβων διανοητών με τους δυτικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μεγάλα και σήμερα πανεπιστήμια της Οξφόρδης, του Καίμπριτζ και της Σορβόννης είχαν ιδρυθεί μέχρι το 1200. Σπουδαίο ρόλο στη διάδοση αυτής της πνευματικής αναγέννησης έπαιξαν Εβραίοι διανοητές, που μετέφρασαν από τα αραβικά όχι μόνον τα έργα των Αράβων διανοητών αλλά και τα αρχαία ελληνικά χειρόγραφα που είχαν μεταφραστεί κατ’ αρχάς στ’ αραβικά. Ο Γιακόμπ Ανατόλι είχε μεταφράσει τα έργα του Αβερρόη, που γεννήθηκε και πέθανε στην Κόρντοβα της Ισπανίας (1126 - 1198).
Οι σπουδές και η φυγή του Πλήθωνα από την Κωνσταντινούπολη
Η σχολή του σαραγιού, την εποχή που έφθασε ο Πλήθωνας στην Αδριανούπολη για σπουδές, λειτουργούσε μέσα σ’ αυτό το κλίμα της ανεκτικότητας. Στην επιστολή του Σχολάριου, που αναφέρθηκε πιο πάνω, ο πρώτος πατριάρχης της Τουρκοκρατίας κατηγορεί το δάσκαλο του Πλήθωνα, Ελισσαίο, ότι τον μύησε στο ζωροαστρισμό και του δίδαξε το έργο του Αβερρόη. Ενώ κατηγορεί τον Ελισσαίο ότι, αν και Ιουδαίος ο ίδιος, ελάχιστα φρόντιζε για την ιουδαϊκή θρησκεία και ότι μόνον φαινομενικά ήταν Ιουδαίος και κατά βάθος ελληνιστής. Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο Πλήθωνας επέστρεψε μετά τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε για μαθητή του και το Μάρκο Ευγενικό, πρωτοστάτη του ανθενωτικού κινήματος, που διαδέχθηκε ο Σχολάριος. Με την επικράτηση, όμως, των ησυχαστών στον πατριαρχικό θρόνο έφερε ένα νέο κύμα σκοταδισμού. Όσοι λόγιοι - Βαρλαάμ, Ακίνδυνος, Μανουήλ Χρυσολωράς και αδελφοί Κυδώνη (ο Δημήτριος Κυδώνης ήταν ένας από τους δασκάλους του Πλήθωνα, που μάλλον τον μύησε στον πλατωνισμό) και πολλοί ακόμη, που μετέφεραν τις ελληνικές σπουδές στη Δύση, όπως ο Λεόντιος Πιλάτος (ή Λέων), δάσκαλος του Πετράρχη και του Βοκκάκιου - ενασχολούνταν με την αρχαία ελληνική σοφία, αναγκάστηκαν ν’ ασπαστούν τον πιο ανεκτικό καθολικισμό και να καταφύγουν στη Δύση. Οι καιροί μετά την επικράτηση των ησυχαστών έχουν αλλάξει. Έχει επικρατήσει η πιο συντηρητική εκκλησιαστική μερίδα, που έχει ξεκινήσει από το Γρηγόριο Παλαμά με τους μουσουλμάνους Οθωμανούς τις συνομιλίες ένωσης των δύο δογμάτων κάτω από τη σκέπη της μήτρας θρησκείας κι εξέφρασε αργότερα την πιο φανατική ανθενωτική ομάδα. Κάτω από τις πιέσεις αυτές ο Ελισσαίος οδηγήθηκε στην πυρά σαν αιρετικός. Είναι αστείος ο ισχυρισμός του Παν. Κανελλόπουλου, ότι ο Ελισσαίος θανατώθηκε στη Δύση, αφού είναι γνωστό ότι οι πρώτες πυρές εναντίον των ελληνιζόντων και αιρετικών άναψαν στην Κωνσταντινούπολη από τους πρώτους κιόλας αιώνες κάτω από την εκκλησιαστική καθοδήγηση. Ενώ το 1118 ο ίδιος ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός άναψε την πυρά για να καεί ο αιρεσιάρχης των Βογομίλων, Βασίλειος, στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, που τον είχε καταδικάσει ο πατριάρχης Νικόλαος Γ΄ και ωμά περιγράφει στην «Αλεξιάδα» η κόρη του Άννα. Οι συνθήκες διαβίωσης του Πλήθωνα στη Βασιλεύουσα έγιναν δύσκολες μετά το κάψιμο του δασκάλου του. Ο Σχολάριος ισχυρίζεται ότι ο Μανουήλ εξόρισε τον Πλήθωνα στη Σπάρτη. Όμως, αυτό αποτελεί καθαρή συκοφαντία, με την οποία μάλλον ήθελε να δικαιολογήσει το κάψιμο των «Νόμων» του Πλήθωνα, αφού, όταν αυτός κατέφυγε στη Σπάρτη, ο Σχολάριος ή ήταν αγέννητος ή σε νηπιακή ηλικία (γεννήθηκε ανάμεσα στο 1398 και 1405). Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι ο Μανουήλ έστειλε τον Πλήθωνα στη Σπάρτη σαν σύμβουλο του γιου του Ιωάννη (μετέπειτα αυτοκράτορα). Ούτε, όμως, αυτή η άποψη φαίνεται αληθινή. Το πιο πιθανό είναι ότι από μόνος του ο Πλήθων κατέφυγε στη Σπάρτη και, όταν το 1407 ο Μανουήλ έφθασε στο Μυστρά για να εγκαταστήσει ο ίδιος το δευτερότοκο γιο του Θεόδωρο σαν Δεσπότη, τον διόρισε «πολυΐστορα» (ανώτατο δικαστικό αξίωμα). Το πότε ακριβώς έφθασε ο Πλήθων στη Σπάρτη δεν είναι εξακριβωμένο. Συνέβη πάντως μεταξύ 1393 και 1407. Την επιλογή του Πλήθωνα στη Σπάρτη τη δικαιολογεί απόλυτα η πιο κάτω παρατήρηση του Κ. Παπαρρηγόπουλου: «Επί της διατριβής ταύτης του Μανουήλ (πρόκειται για τον αυτοκράτορα) εν Πελοποννήσω συνέβη γεγονός τι, εκ των ολίγων δυστυχώς όσα περιεσώθησαν εις ημάς των μαρτυρούντων, ότι ο νέος ελληνισμός δεν περιωρίζετο εις απλήν μελέτην των αρχαίων συγγραφέων, όπως συνέβαινε παρά τοις πλείστοις των εν Κωνσταντινουπόλει λογίων, αλλ’ ήρχισε να ζητή την εις τα πράγματα εφαρμογήν των τοιούτων αυτού μελετών» («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», έκδοση Χαρ. Μπούρα, τ. 7, σελ. 9).
Το όραμα του Πλήθωνα για την αναγέννηση του ελληνισμού
Ο Χρήστος Μπαλόγλου γράφει για τον Πλήθωνα πως χαρακτηρίστηκε: «σοσιαλιστής, ονειροπόλος, κοινωνιστής, ουτοπιστής, θεόσοφος, κοινωνιολόγος, οπαδός της κοινοκτημοσύνης, εκκεντρικός, θεωρητικός μάλλον ή πρακτικός καθώς και ρωμαντικός» (Επίμετρο στο βιβλίο του Νεοκλή Καζάζη «Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων και ο κοινωνισμός κατά την Αναγέννησιν», εκδ. «Ελεύθερη Σκέψις», σελ. 74 - 75). Ο καθένας βλέπει τον Πλήθωνα από τη δική του σκοπιά, αλλά ο Πλήθων δεν είναι μόνον κάτι από αυτά ούτε όλα μαζί. Είναι ο Έλληνας Πλήθων, που, μετά από 11 αιώνες διωγμών, φιλοσοφεί και προτείνει και είναι ο πρώτος που για την αναβίωση του ελληνισμού αποκλείει το θεοκρατικό Βυζάντιο. Στη Σπάρτη βρήκε συν - Έλληνες, γι’ αυτό και στους «Νόμους» του την πολιτεία την ονομάζει «ΛΑΚΩΝΙΚΗ». Ο Πλήθων είναι ο πρώτος που έδωσε πανεθνικό χαρακτήρα στους Έλληνες, υπερβαίνοντας για πρώτη φορά τους τοπικούς χαρακτήρες των αρχαίων πόλεων - κρατών. Ο αποκλεισμός του Βυζαντίου από τον ελληνισμό και τα όπλα επανελλήνισης της Λακωνικής Πολιτείας αποκαλύπτονται στο συμβουλευτικό υπόμνημά του προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄, που του γράφει μεταξύ άλλων: «Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί∙ Έλλησι δε ουκ έστιν ευρείν ήτις άλλη οικειοτέρα χώρα ουδέν μάλλον προσήκουσα ή Πελοπόννησός τε και όση δη ταύτη της Ευρώπης προσεχής των τε αυ νήσων αι επικείμεναι». Δηλαδή, για τον Πλήθωνα η γλώσσα και η παιδεία (ο πολιτισμός) είναι το μέσον και το κριτήριο της ελληνικής αναγέννησης και την ελληνική γη την ορίζει στην Πελοπόννησο και την χερσαία προέκτασή της προς βορρά, περιλαμβάνοντας και τις παρακείμενες νήσους. Δηλαδή, ο Πλήθωνας έχει τη διορατικότητα να σηματοδοτήσει τον τόπο απ’ όπου θα ξεκινήσει ο αγώνας ανάστασης του γένους 400 χρόνια μετά.
Κατ’ απομίμηση του Πλάτωνα, που συμβούλευσε τον τύραννο των Συρακουσών Ιέρωνα, ο Πλήθων έγραψε τα συμβουλευτικά υπομνήματά του προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ και το δεσπότη του Μυστρά, Θεόδωρο. Σ’ αυτά, αλλά και σε όσα έχουν διασωθεί από τους «Νόμους» του, φανερώνεται η ιδεολογία του Πλήθωνα. Σαν πολίτευμα της πολιτείας του προκρίνει τη βασιλεία, αλλά με περιορισμό της βασιλικής εξουσίας από συμβούλιο γερόντων, κατά τα πρότυπα των αρχαίων βασιλείων. Δεν τάσσεται ο Πλήθωνας υπέρ της δεσποτικής βασιλείας, που την χαρακτηρίζει η βία και η αρπαγή από το βασιλέα και την κλίκα του, όπως συνέβαινε στο Βυζάντιο. Θεωρεί ότι: «Ουχ οίον τε πάντας ανθρώπους πεισθήναι ως το ίσον χρη έχειν και μη πλεονεκτείν μηδέ τοις αλλοτρίοις επιβουλεύειν). Όμως, η πειθώ για την ισότητα και η μη επιβουλή των αλλοτρίων προϋποθέτει παιδεία. Για το λόγο αυτό,        κατά το πρότυπο του Πλάτωνα, απαιτεί να ασκούν την εξουσία φιλοσοφούντες άρχοντες. Χωρίζει τους πολίτες σε τρεις τάξεις, ανάλογα με το επάγγελμά τους, τους αυτουργικούς (όσοι ασχολούνται με την πρωτογενή παραγωγή - γεωργούς, κτηνοτρόφους κλπ.), τους διακονικούς (όσοι εκμεταλλεύονται τη δευτερογενή παραγωγή - έμποροι, βιοτέχνες κλπ.) και τους αρχικούς, δηλαδή αυτούς που ασκούν την εξουσία (βασιλέας, σύμβουλοι δικαστικοί, στρατιωτικοί κλπ.). Ανάμεσα στις προτάσεις του Πλήθωνα για την πολιτεία του δύο είναι οι καινοτόμες: η ανυπαρξία ιδιόκτητης γης και η δημιουργία εθνικού στρατού. Ο Πλήθων προτείνει όλη η γη να είναι ελεύθερο αγαθό, προσιτό σε όλους και ο καθένας να εκμεταλλεύεται όση γη μπορεί να καλλιεργήσει. Η δεύτερη καινοτόμος πρότασή του ήταν η δημιουργία εθνικού στρατού. Κατά τη ρωμαϊκή κληρονομιά, από τη σύστασή του το Βυζάντιο στηρίχθηκε σε στρατεύματα μισθοφορικά. Στα πρώτα χρόνια του βίου του, εκτός από τους ευνούχους, οι Γότθοι μισθοφόροι ήταν σημαντικός παράγοντας πολιτικών εξελίξεων και αργότερα οι Ίσαυροι, που δέθηκαν από τότε με την εξουσία, σχηματίζοντας ακόμα και δικές τους δυναστείες. Το όραμα του Πλήθωνα, πρωτοπόρο ακόμα και για τα σχηματισμένα ήδη εθνικά κράτη της υπόλοιπης Ευρώπης, ήταν η δημιουργία ενός εθνικού κράτους στην Πελοπόννησο, με εθνικό στρατό και παιδεία, που σταδιακά θα επεκτεινόταν στα όρια του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Ο Πλήθων στην Ιταλία
Εξαιτίας της σοφίας του ο Πλήθων επελέγη από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ στη συνοδεία του για τις διαπραγματεύσεις με τους καθολικούς, με σκοπό την ένωση των εκκλησιών, παρόλο που ο αυτοκράτορας γνώριζε τη διαφωνία του. Ήδη ο Πλήθων του είχε επισημάνει ότι δεν έπρεπε να δεχθεί να γίνει η Σύνοδος στην Ιταλία, γιατί έτσι αδυνάτιζε η διαπραγματευτική θέση των ορθοδόξων. Το 1438 η σύνοδος άρχισε τις εργασίες της στην πόλη Φεράρα. Ο Πλήθων υπεραμύνθηκε της ανθενωτικής στάσης του και κατηγόρησε τους καθολικούς ότι μέχρι τον Η΄ αιώνα δεν υπήρχε πρόβλημα με το filioque, γιατί δεν είχε συμπεριληφθεί στα πρακτικά της τελευταίας αναγνωρισμένης κι από τους καθολικούς Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που επανακαθόρισε το δόγμα της πίστης μετά την αναστήλωση των εικόνων το 787. Βεβαίως, ο ισχυρισμός αυτός είναι ανιστόρητος, αφού το filioque είχε αποφασιστεί στη σύνοδο των δυτικών επισκόπων στο Τολέδο από το 547, ενώ σε μεταγενέστερη Σύνοδο στην ίδια πόλη, το 589, προστέθηκε στο σύμβολο της πίστεως, όπως αυτό είχε διατυπωθεί στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας. Αυτό δεν είναι δυνατό να μην το γνώριζαν οι ανατολικοί ιεράρχες. Η αιτία είναι μία. Στη διαμάχη τους με τους εικονοκλάστες οι εικονολάτρες, επιζητώντας τη συνδρομή του πάπα, αναγνώρισαν τα εκκλησιαστικά πρωτεία του και την αυθεντία του στη δογματική ερμηνεία. Η παράλειψη του filioque στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο μάλλον αποδοχή εκφράζει.
Ο ανθενωτισμός του Πλήθωνα δεν έχει καμιά σχέση με τις δογματικές διαμάχες. Δεν πίστευε ότι οι δυτικοί θα πρόσφεραν βοήθεια στο Βυζάντιο και είχε τονίσει στον αυτοκράτορα απ’ αυτούς να μην περιμένει τίποτα ούτε και μετά την ένωση των εκκλησιών. Απλά ο Πλήθων πίστευε ότι οι Έλληνες από μόνοι τους μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν όλους τους κινδύνους, αρκεί ν’ αποκαθιστούσαν την πολιτιστική συνέχειά τους με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό (συμπεριλαμβανομένης και της αρχαίας θρησκείας). Στην ουσία η θέση αυτή τον έφερνε αντίθετο με όλα τα χριστιανικά δόγματα. Είναι κρίμα, λοιπόν, οι σύγχρονοι παραχαράκτες της ιστορίας να εξισώνουν τον εθνοκεντρισμό του Πλήθωνα με τον ανθενωτισμό του διώκτη του πνευματικού έργου του, Γεώργιο Σχολάριο, που σε τελευταία ανάλυση στη Σύνοδο της Φεράρας ο Σχολάριος προσήλθε σαν ενωτικός, κι αυτό το κρύβουν. Άλλωστε, ο Σχολάριος δεν είχε το πολιτικό ανάστημα του Πλήθωνα να κρίνει τον αυτοκράτορα για την αποδοχή της ένωσης των εκκλησιών, λέγοντας ότι: «Όσα χρόνια γνωρίζω τον βασιλέα δεν άκουσα απ’ αυτόν κάτι χειρότερο, απ’ αυτό που τώρα είπε», όπως μας διασώζει ο ιστορικός της Συνόδου, Σιλβέστρος Συρόπουλος.
Η σύνοδος στη Φεράρα διακόπηκε απότομα το 1439, εξαιτίας επιδημίας, και μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία. Ο Πλήθων, νιώθοντας αποστροφή για τις εργασίες της Συνόδου και βλέποντας την ανυπαρξία των πλατωνικών σπουδών, άρχισε να διδάσκει την πλατωνική φιλοσοφία και να εξηγεί τα νοήματα του μεγάλου αρχαίου φιλοσόφου. Τότε πρόσθεσε στο όνομά του το προσωνύμιο Πλήθων και έγραψε το έργο του «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται». Ένας από τους τακτικούς ακροατές των διαλέξεών του ήταν κι ο Κόζιμο (Κοσμάς) Μέδικος, που, ενθουσιασμένος από τη διδασκαλία του Πλήθωνα, αποφάσισε να ιδρύσει Ακαδημία κατά μίμηση της αρχαίας κι ανέθεσε στο Μαρσίλιο Φιτσίνο τη διεύθυνσή της. Στην Ιταλία ο Πλήθων θαυμάστηκε πολύ, απέκτησε πλήθος μαθητών κι έδωσε νέα ώθηση στις ελληνικές σπουδές. Η μεγαλύτερη προσφορά του είναι η διάδοση των έργων του Πλάτωνα στη Δύση, που μέχρι τότε ήταν άγνωστα και συνέβαλαν οι πλατωνικές σπουδές στο κίνημα του ανθρωπισμού του 16ου αιώνα. Ο Χ. Σολδάτος ισχυρίζεται ότι ο Πλήθων πήγε χριστιανός στην Ιταλία κι επέστρεψε εθνικός. Φυσικά, αυτό είναι πέρα από κάθε πραγματικότητα. Μάλλον η απήχηση της διδασκαλίας του έδωσε στον Πλήθωνα τη λαβή να διαρρήξει οριστικά τη σχέση του με το χριστιανισμό και να εδραιώσει τον εθνοκεντρισμό του. Αυτό δείχνει η απόφασή του με την επιστροφή του στη Σπάρτη ν’ αρχίσει τη συγγραφή των «Νόμων» και ν’ αφιερωθεί στη σχολή του, παρά την προχωρημένη ηλικία του, καθώς πλησίαζε τότε τα ενενήντα.
Επέζησε στο λάκκο με τα φίδια
Η προστασία των Παλαιολόγων φαίνεται ότι τελικά έσωσε τον Πλήθωνα. Οι καιροί ήταν δύσκολοι για όποιον δεν είχε υψηλή προστασία και διέθετε ελεύθερο πνεύμα. Ακόμα και στην ελληνίζουσα Σπάρτη ο φόβος σκέπαζε τους ελληνιστές. Μην έχοντας στήριγμα ο Ιουβενάλης, συνελήφθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο μετά από φρικτά βασανιστήρια. Πρώτα του έκοψαν τη γλώσσα που μίλαγε για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, μετά του συνέθλιψαν τις αρθρώσεις, του έκοψαν τα άκρα και ανάπηρο τον πέταξαν στη θάλασσα. Η αναφορά που έστειλε ο διοικητής Μανουήλ Ραούλ του Οισή στην Κωνσταντινούπολη για τη δίκη και καταδίκη του Ιουβενάλη, έπεσε στα χέρια του Σχολάριου. Έμπλεος χαράς ο φανατικός χριστιανός και μισέλληνας Σχολάριος, του έγραψε: «Χαίρε λοιπόν, ευσεβέστατε Μανουήλ, διότι το έργο του θεού εκπλήρωσες διακονώντας τους νόμους. Χαίρε διότι την μάχαιρα που σου έδωσε ο θεός την ακόνισες εναντίον των διωκτών του Χριστού. Εγώ μεν εσένα αλλά και κάθε άλλον άρχοντα, ο οποίος έγινε τέτοιος από τον θεό, και διοικεί ολόκληρα έθνη ή πόλεις, θα ήθελα να τους συμβουλεύσω να αφαιρέσουν νωρίς την ζωή από όλους τους αμαρτωλούς της γης, και να εξολοθρεύσουν από την πόλη του Κυρίου όλους τους εργαζόμενους στην ανομία. Εάν δεν τσιγκουνευόμαστε μπροστά σε όλα τα άλλα κακά και δίνουμε την ευκαιρία σ’ αυτούς που διαφθείρουν και ψωριάζουν την ψυχή των προβάτων, τότε θα διαφθαρεί και θα χαθεί ολόκληρο το κοπάδι. Αυτούς λοιπόν τους δυσσεβείς και αλάστορες (επικατάρατους - κακούργους) Έλληνες, μάλλον δε τους αναιδείς αποστάτες, με φωτιά και σίδερο και νερό (πνιγμό) και με όποιον άλλον τρόπο μπορείτε, να του βγάλετε από την παρούσα ζωή, εάν πράγματι είστε μέλη της Χριστιανικής αλήθειας, εκτός εάν φροντίζετε για την σωτηρία αυτών… Συ δε, όπως προείπα, με την πράξη σου ωφέλησες όλους αυτούς οι οποίοι μπορούν να σκέπτονται. Τρομοκράτησες τους ομοίους, οι οποίοι εμπνεόμενοι από ευσέβεια θα πράξουν τα ίδια με εσένα (θα σε μιμηθούν). Και ακόμα παρότρυνες αυτούς που μπορούν να πράξουν τα ίδια, αλλά εκωλύοντο, να μη διστάσουν να σε μιμηθούν. Και από αυτούς απαιτούμε να πράξουν τα ίδια, να δείξουν τον ίδιο ζήλο που εσύ έδειξες και να μην παραμείνουν ψυχροί θεατές, ενώ θα έπρεπε να είναι εκδικητές της σωτηρίας μας. Τιμώρησες (εκόλασες)το χέρι που ετόλμησε να κινηθεί κατά του δημιουργού. Έκοψες την γλώσσα η οποία μαινόμενη εθρασύνθει κατά του δημιουργού. Αφαίρεσες τα αυτιά (ώτα) τα οποία παράκουσαν τα θεία λόγια. Χαίρε λοιπόν, στρατιώτη του Χριστού και της δικής του δόξας, δίκαιε δικαστή. Σου φιλώ το στόμα αυτό που εψήφισε προφορικά, εναντίον της μιαρής γλώσσας του Ιουβενάλιου. Σου φιλώ, πριν από την γλώσσα, την ψυχή η οποία συνέβαλε στην άμυνα κατά του μισόχριστου. Καταφιλώ τα χέρια σου που με αυτοχειρία διαχειρίστηκαν τον δυσσεβή. (Σ. Σ. Προφανώς ο Οισής έλαβε προσωπικώς μέρος στο έγκλημα). Ω! Μακάρια χέρια που τράβηξαν το κουφάρι έως την θάλασσα και το πέταξαν στον βυθό μιμούμενοι τον ζήλον άρχοντος καλλίστου» (ολόκληρη η επιστολή περιλαμβάνεται στα «Πελοποννησιακά», Β΄ τόμος, του Σπ. Λάμπρου. Η μετάφραση των αποσπασμάτων είναι του Βασίλη Μισύρη).
Ο Γεώργιος Σχολάριος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1400. Σαν ηγέτης των ανθενωτικών αγωνίστηκε να μην στεφθεί αυτοκράτορας ο Κ. Παλαιολόγος σαν ενωτικός. Πράγματι, ο Σπ. Λάμπρος δέχεται ότι ο Κωνσταντίνος δεν στέφθηκε, αλλά απλά ανέβηκε στο θρόνο. Μάλλον προτιμούσε το φιλότουρκο αδελφό του αυτοκράτορα, Δημήτριο, που αργότερα ο Μωάμεθ του παραχώρησε πλούσιο τσιφλίκι στην Ανατολική Θράκη. Δεν μπορεί να είναι απλές φήμες, ότι συνωμοτούσε εναντίον του θρόνου, αφού σαν φανατικός ανθενωτικός ήταν εχθρός του αυτοκράτορα. Πρωτοστατούσε στον αναβρασμό της Κωνσταντινούπολης. Υπήρξε και ο ίδιος οπαδός της προτίμησης στο τουρκικό φακιόλι από το λατινικό σκούφο. Ο λόγος είναι απλός, στη Δύση είχαν αναβιώσει οι ελληνικές σπουδές κι αυτές ήταν ο στόχος του. Το μίσος του προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό το εξέφρασε ο ίδιος γράφοντας: «Αν κι Έλληνας είμαι στη γλώσσα, ποτέ δεν θα συμπεριφερθώ σαν Έλληνας, γιατί δεν φρονώ τα ίδια που εφρόνουν κάποτε οι Έλληνες, αλλά θέλω να χαρακτηρίζομαι από τα δικά μου πιστεύω. Και εάν κάποιος με ρωτήσει τι είμαι, θα του αποκριθώ χριστιανός». Ο φιλοτουρκισμός του φαίνεται στη φράση του ότι, μετά την επικράτηση των Οθωμανών, η Ορθοδοξία εθριάμβευσε και πλέον δεν έχει να φοβάται τίποτα. Ένα δόγμα που η πατριαρχική εκκλησία διατήρησε μέχρι τις ημέρες μας και το εξέφρασε ο Γ. Τυπάλδος Ιακωβάτος, που έλεγε το 19ον αιώνα: «όπου πατεί Τούρκος είναι ρωμιοσύνη». Και στον αφορισμό αυτό εδράζεται η εμμονή της εκκλησίας να ονομαζόμαστε Ρωμιοί κι όχι Έλληνες.
Κατά δυστυχή σύμπτωση η γυναίκα του τελευταίου δεσπότη του Μυστρά Θεοδώρα έστειλε το μοναδικό χειρόγραφο των «Νόμων» του Πλήθωνα στο Σχολάριο, που είχε μετονομαστεί σε Γεννάδιος και διοριστεί από τον Μωάμεθ πατριάρχης, για να εκφράσει τη γνώμη του. Έτσι, το 1460 που άρχισε να λειτουργεί η Ακαδημία στη Φλωρεντία, στην Κωνσταντινούπολη ο Γεννάδιος έκαιγε το χειρόγραφο του Έλληνα δασκάλου. Δύο χρόνια αργότερα, ο μαθητής του Σιγισμούνδος Μαλατέστα, με μια στρατιωτική επιχείρηση, πήρε τα οστά του Πλήθωνα και τα τοποθέτησε σε λαμπρό ταφικό μνημείο στην οικογενειακή εκκλησία στο Ρίμινι της Ιταλίας. Εκεί βρίσκονται ακόμα, χωρίς ποτέ να ενδιαφερθεί το νέο κράτος να τα μεταφέρει και ν’ αναπαύσει το πνεύμα του στην αγαπημένη του Σπάρτη. Μόνον οι στίχοι του Παλαμά μας έμειναν:
                «Άναβε φωτιές, καλόγερε,
                 Κάψε, κάψε στα χαμένα καις∙
                 Απ’ τη στάχτη της φωτιάς σου
                 της Ιδέας ο χρυσαϊτός
                 τις φτερούγες του τεντώνει πιο πλατιές
                 προς τα ύψη, προς το φώς…».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου