Σελίδες

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Στου προφήτη την κορυφή



Του Πάρη Πέτρα   Υπάρχουν αρκετές ιστορίες στην ελληνική λαϊκή παράδοση σχετικά με τον προφήτη Ηλία που απαντούν στο ερώτημα «γιατί πήρε τα βουνά». Μερικοί ανακατεύουν στην ιστορία τον Άη Νικόλα τον ναυτικό και άλλοι τον Άη Γιώργη τον καβαλάρη. Ωστόσο και οι δυο συμφωνούν ότι λάκισε ο άγιος, για να ξεφύγει… Βεβαίως, αυτά λέει η λαϊκή εκδοχή διότι η πραγματική ιστορία του έχει
πολύ διαφορετικά στοιχεία με «θαύμα» δια νάφθας και γύρω στις 1022 δολοφονίες. Ας είναι όμως, στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε προσπαθώντας να πάρει κάτι από την φωτεινή μορφή του Απόλλωνα – θεού ήλιου και πνεύματος αλλά μάλλον στην φιλοτέχνηση του προφίλ του επικράτησαν «οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις» και η πνευματικότητα πήγε περίπατο.
Παραμονές της γιορτής του προφήτη κάναμε κι εμείς το ίδιο. Ίσως μια προσπάθεια απόδρασης από το βουητό της πόλης για να ζήσουμε μια θερινή βραδιά διαφορετική, εντός τρίτου και πιο σκληρού μνημονίου. Να τεστάρουμε, βρε αδερφέ, πόσο η πολιτική του «όχι» αλλά «μένω ευρώ πάση θυσία» έχει επηρεάσει τη συμπεριφορά των συνελλήνων και των πανηγυριών τους. 
Ξεκινήσαμε τις αποδράσεις προχθές, καταθέτοντας σπονδές ούζου σ’ έναν Άγιο Νικόλα, στην Μάνη, στην Σελίνιτσα, όπου πραγματοποιήθηκε από τον Σύλλογο η ετήσια «γιορτή της Σαρδέλας». Βεβαίως και δεν γιόρταζαν οι σαρδέλες αλλά οι άνθρωποι που τις έτρωγαν -πολύ ωραία ψημένες- συνοδεία οίνου ή, πολύ καλύτερα, ούζου. Με τους ήχους της ψαγμένης ορχήστρας υπό τον Τάκη Σταθέα, του νησιώτικου σκηνικού που έτσι κι αλλιώς διαθέτει η Σελίνιτσα, της αστροφεγγιάς και των ρινοδιαλυτικών μυρωδιών των ψημένων σαρδελών, ο κόσμος το ευχαριστήθηκε, χόρεψε, ξέδωσε, κι έγραψε χάρο και μνημόνια για μια ακόμη φορά στα άγραφά του.
Η νέα πρόταση κατατέθηκε από φίλο, που είχε πάει άλλες δύο φορές, και δεν σήκωνε άρνηση: «θα πάμε, δεν το συζητώ. Θα είναι απίθανα». Μου περιέγραφε ένα εκκλησάκι σε ένα ύψωμα, «πέντε – δέκα λεπτά περπάτημα και τέλος». Στην ερώτηση, μήπως πρέπει να κάνουμε προετοιμασία, η απάντηση δεν χωρούσε αμφισβήτηση: «μόνο φωτογραφική και αθλητικά παπούτσια».
Κοτρωνιών ανάβασις
Με τούτα και μ’ εκείνα λοιπόν ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο, που ευτυχώς είχε τετρακίνηση και ήταν αρκετά ψηλό. Διότι, ενώ ο εύκολος δρόμος θα ήταν από την γενέτειρα του Παπαφλέσσα, την Πολιανή, εμείς πήγαμε από του «διαβόλου το κέρατο» και να με συγχωρέσει ο άγιος αλλά, έπρεπε να είχε διαφωτίσει επαρκώς τον φίλο μου. Στο κάτω κάτω, στην χάρη του πηγαίναμε. Τουλάχιστον αυτό λέγαμε στους άλλους, όπως και οι περισσότεροι «προσκυνητές». Η ανομολόγητη αλήθεια είναι ότι τον περισσότερο κόσμο τον τραβά αυτό που ακολουθεί την λειτουργία: το πανηγύρι! Ήτοι οι μάσες στο άγριο  περιβάλλον, οι κράσοι και τα τσίπουρα, οι χοροί και το άγνωστο…               
Εξ άλλου το παραδέχθηκε και ο παπάς όταν, εκεί που πίναμε και άρχισαν να αποχωρούν νωρίς κάποιοι, είπε «τώρα που χόρτασε ο κόσμος, τι να κάνει θα φύγει». «Αν παπά μου η εκκλησία είχε φαΐ κάθε Κυριακή ή κάθε μέρα, είναι σίγουρο πως θα ήταν τίγκα στον κόσμο», παρατηρήσαμε και συμφώνησε μαζί μας. Ομολογούμε ότι υπάρχουν και μερικοί που το πιστεύουν το πράγμα και φορτώνονται αρτοκλασίες, κεριά, τάματα και πηγαίνουν στις κορυφές όπου κατοικοεδρεύουν οι Ηλίες. Το αιώνιο πάρε – δώσε των Ελλήνων με το θείο:  «Μου έκανες αυτό κι εγώ δεν σε ξέχασα» ή «κάνε μου αυτό και λάβε ένα τάμα προκαταβολή». Το «θείον» και ο θείος ακόμη και στις ελληνικές ταινίες πάντα έσωζαν τους Έλληνες. Στο αίμα μας σας λέω το λάδωμα ακόμη και των αγίων. Και μετά έρχεται ο Σόιμπλε ο… αλάδωτος και μας ζητά να κόψουμε τούτο το προαιώνιο κουσούρι, ή το αδελφάκι του, το ρουσφέτι. Πού να καταλάβουνε οι πτωχοί… Εδώ ρε Γερμαναράδες ξενέρωτοι, εμείς απευθυνόμαστε στον Θεό ζητώντας να μας κάνει ρουσφέτι («ας μπει Θεέ μου η κόρη μου στο δημόσιο») και θα κωλώσουμε μπροστά σε πολιτικούς; Τι λένε οι ευθυγραμμισμένοι, πάνε καλά; Στο κάτω κάτω της γραφής ο ίδιος ο Θεός ξεκίνησε τις διακρίσεις βαφτίζοντας μόνον έναν «ευλογημένο λαό» Του. Κι αφού είδαμε πώς έχει το ζήτημα αποφασίσαμε ν’ αρχίσουμε τα λαδώματα μπας και Τον βάλουμε στην ισονομία.

Μετά την «κοτρονιών ανάβαση» μέσα σε τοπίο με απότομες πλαγιές και ρεματιές γεμάτες άγρια βλάστηση από θεόρατα πουρνάρια,  σφεντάμια και κουμαριές, με σχόλια για τους κλέφτες του ’21 και τους αντάρτες την δεκαετία του ’40, πιάνουμε άσφαλτο. Ένας δρόμος που θα τον ζήλευαν πολλοί επαρχιακοί της χώρας. Άψογος τάπητας, φαρδύς, τέλειος. Τελειότερη όμως η παρατήρηση του φίλου μου: «κοίτα εδώ, έρχεται ο Αθηναίος και ικανοποιείται που είναι καλός ο δρόμος και δεν παθαίνει μια γρατζουνιά το αμάξι του. Και δεν λυπάται που τα χωριά είναι άδεια και η παραγωγή της χώρας έχει πέσει στο ναδίρ. Λέει μπράβο στον πολιτικό που έφτιαξε τον δρόμο αλλά δεν τον διαολοστέλνει που ερήμωσε την ύπαιθρο». Πόσο δίκιο έχεις ρε Μήτσο, αλλά ποιος να σ’ ακούσει. Σε ποιόν να πούμε για τα τεράστια ποσά που δαπανήθηκαν για δρόμους και αναπλάσεις πλατειών σε χωριά που ερήμωσαν από νέους ανθρώπους. Τσιμέντα παντού για το θεαθήναι. Αντί να πέσουν λεφτά στην πραγματική παραγωγή με στόχο την παραμονή των ανθρώπων στην ύπαιθρο… Τώρα, μετά από δεκαετίες πλύσης εγκεφάλου, οι άνθρωποι είναι πια μεταλλαγμένοι… Οι περισσότεροι νομίζουν πως το αλεύρι βγαίνει στο ράφι του σούπερ μάρκετ, το τυρί από βυτία γάλακτος…
Δεξιά και αριστερά μας αγροί αιώνων, κυρίως σταροχώραφα που έθρεψαν γενιές, άγραφων στις σελίδες της ιστορίας, ηρώων αυτού του τόπου, καταδικάστηκαν να αγριέψουν από την άφρονα πολιτική των Αθηνών που τα θέλει όλα εισαγόμενα… Επάνω σε μια στροφή της ασφάλτου, απέναντι από ένα αρχαίο πηγάδι, ξεφυτρώνει μια χωμάτινη, ανηφορική διασταύρωση που στολίζεται από μια ελληνική σημαία. Ρωτάμε τους ανθρώπους, που είχαν σταματήσει δίπλα από το πηγάδι, αν είναι αυτός ο δρόμος για τον προφήτη. Είχαμε προφητέψει καλά. Αυτός ήταν και τον τραβάμε. Το τοπίο άλλοτε με οργιώδη βλάστηση, άλλοτε  πιο ήπιο, είναι μυστηριώδες. Δεν ξέρεις τι ξεφυτρώνει πιο πέρα. Εδώ ο κλεφτοπόλεμος ταιριάζει απόλυτα. Νοιώθουμε πως το μόνο παράταιρο είναι το αυτοκίνητό μας. Κι άλλα χωράφια ξεφυτρώνουν μέσα στην πλαγιά. Με τις αιώνων ξερολιθιές τους δείχνουν έτοιμα να δεχτούν σπορά αλλά πού να βρεθούν καλλιεργητές. Είναι φτιαγμένα εμπειρικά για καλλιέργεια με ζώα, μουλάρια, γαϊδούρια, άλογα. Τώρα οι άνθρωποι φυλάκισαν κάτω από λαμαρίνες πάρα πολλά άλογα που δεν χωρούν σε τούτα τα ταπεινά χώματα. Ο σύγχρονος κόσμος θέλει τις καλλιέργειες σε τεράστιες, επίπεδες εκτάσεις, χωρίς ίχνος πέτρας μέσα τους. Και τούτα εδώ είναι τίγκα στην πέτρα. Άσε εκείνα τα περίεργα στρογγυλά κτίσματα ύψους 2,5 μέτρων περίπου και διαμέτρου  τεσσάρων που λίγοι ξέρουν γιατί φτιάχτηκαν. Κι εμείς, αφού τα θαυμάσαμε, εξακολουθούμε να μένουμε με την απορία αφού όσους ρωτήσαμε στην κορυφή δεν γνώριζαν… Μοιάζουν αρκετά, ως προς τη δόμηση, αν και πιο μικρά, με τα κολόσπιτα ή καλύβες του Ταϋγέτου, ιδιαίτερα της Μάνης αλλά αυτά εδώ δεν έχουν είσοδο!

                            Από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός…
Ανηφορίζουμε την πλαγιά μιας βουνοκορυφής. Είμαστε πεπεισμένοι ότι εκεί πρέπει να είναι το τέλος του μικρού μας ταξιδιού. Συχνά συναντάμε στο πουθενά και μια ελληνική σημαία, γεγονός που ενισχύει  την  αίσθησή μας ότι πηγαίνουμε σωστά. Ούτε σε εθνική εορτή τόσος στολισμός. Και όλα για έναν προφήτη που πήρε το όνομά του από τον ελληνικό ήλιο, καταγράφηκε ως ισραηλίτης και επέστρεψε ελληνοποιημένος με πολλά από τα χαρακτηριστικά του ζωογόνου άστρου. Σε κάποιο πλάτωμα έχουν σταθμεύσει αρκετά αυτοκίνητα. Άρα πρέπει να αφήσουμε την άνεση και να δοκιμάσουμε πόδια και πνευμόνια. Στην άκρη άλλη μια ελληνική σημαία και μια αυτοσχέδια πινακίδα: «προς Προφήτη Ηλία» και ένα βέλος με αριστερή κατεύθυνση. «Είναι της μόδα το αριστερά» σχολιάζω χωρίς όμως να λάβω απάντηση. Φαίνεται πως ήταν κρύα η παρατήρηση και αυθαίρετη διότι πήγε να πολιτικοποιήσει ένα εκκλησιαστικό πρόσωπο. Ως γνωστόν, η εκκλησία ούτε ασχολείται ούτε εμπλέκεται με τέτοια ζητήματα.
Πιάνουμε τον ανηφορικό κατσικόδρομο με στόχο την κορυφή που φαντάζει πολύ μακριά. Δεν είναι να την κοιτάς. Απογοητεύεσαι σκεπτόμενος πως δεν θα την φτάσεις. Συχνά - πυκνά σε μερικές μεγάλες πέτρες είναι μπογιατισμένο με κόκκινο ντούκο ένα βέλος που δείχνει  την κατεύθυνση που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε. Σοφή η σηματοδότηση  διότι οι κατσίκες δύσκολα πηγαίνουν από μια μεριά. Η κάθε μια διαλέγει τον δικό της δρόμο, ανάλογα με τα βλαστάρια που εντοπίζει.  Έτσι, στο πέρασμα των χρόνων έχουν χαραχτεί πολλές παραλλαγές μονοπατιού που μπερδεύουν τους αδαείς όπως εμείς. Κάτι σαν τους Έλληνες ένα πράγμα. Ο καθείς το δικό του βιολί, τον δικό του δρόμο… Τα πόδια με δυσκολία κουβαλούν το κορμί στον ανήφορο. Είναι και εκείνος ο μηνίσκος στο αριστερό που μαγκώνει με πόνο, είναι και η ανάσα που βαραίνει από τα τσιγάρα, ο ιδρώτας που τρέχει από παντού,  κυρίως στα μάτια, θολώνοντας τα γυαλιά. Δύσκολη κατάσταση για απροπόνητους τσιμεντανθρώπους.

Ύστερα από μιας ώρας περπάτημα στον κόντρα ανήφορο, με αρκετές στάσεις για ανάσες, πατάμε επιτέλους κορυφή. Κόσμος πολύς, νέοι, μεσόκοποι, γέροι. Πώς διάβολο ανέβηκαν οι τελευταίοι εδώ πάνω; «Το πίστευαν», μου λέει ένας γενειοφόρος τύπος που δεν μπορούσες να τον πεις και γραμματισμένο αλλά, λες και μάντεψε την σκέψη μου, έδωσε  απάντηση και χωρίς να περιμένει αντίλογο εξαφανίζεται. «Τι διάβολο, εδώ πάνω γίνονται όλοι προφήτες;» αναρωτιέμαι αλλά έχω άλλα να λύσω. Η δίψα έχει κολλήσει τη γλώσσα μου στον ουρανίσκο και μάταια αναζητώ νερό. Αρχικά βλέπω διάφορα θερμός και μετά μια αρχαία στέρνα εδώ, κατάκορφα. Ποιος ξέρει πότε φτιάχτηκε και από ποιους.  Είναι επιμελώς σκεπασμένη μ’ ένα πέτρινο καπάκι. Δεν ξέρω αν έχει νερό, αν πίνεται κι αν επιτρέπεται να βγάλεις. Δυο μέτρα πιο πέρα επάνω σ’ ένα πλαστικό τραπεζάκι μερικά χαρτόκουτα κι ένας μουσάτος που γελάνε και τα μάτια του μας προσκαλεί εγκάρδια: «Ελάτε να κεράσουμε λουκούμι και τσίπουρο!». Μετά το πρώτο σάστισμα τολμώ να ρωτήσω: «Τι συνδυασμός είναι τούτος;». «Ο καλύτερος!» μου απαντά, γελώντας. Χωρίς να ξέρω αν κάνω το σωστό, παίρνω δύο  λουκούμια και ένα μπουκαλάκι τσίπουρο. Κάθομαι σε μια πέτρα, τρώω,   πίνω και σα να μου φάνηκε πως συνήλθα κάπως.

Ετοιμάζω την φωτογραφική και αρχίζω να γαζώνω. Παντού ενδιαφέρουσες σκηνές, όμορφες εικόνες. Η μικρή καμπανούλα στο πλάι της εκκλησούλας με την τσιμεντένια σκεπή που μόνο αυτή αντέχει το χιόνι τον χειμώνα, το σαμάρι του γαϊδάρου φορεμένο ταιριαστά σ’ έναν βράχο και δίπλα το ζωντανό να περιμένει υπομονετικά λίγο φαγητό. 

Η ίδια ακριβώς εικόνα λίγα μέτρα πιο κάτω στην πλαγιά, ο κόσμος που έχει γεμίσει την κορυφή και κάνει ετοιμασίες∙ άλλος για τον βραδινό ύπνο, άλλος για την εκκλησία, άλλος για φαγητό… Στην άκρη του ορίζοντα η θάλασσα και αναγνωρίζω το Πεταλίδι, η Μεγαλόπολη ενενήντα μοίρες πιο πάνω, το Λεοντάρι, το Νιοχώρι, η άκρη της Πολιανής… Κάτω στα πόδια μας μερικές μεγάλες λάκκες που καλλιεργούνταν κάποτε, δασική βλάστηση και πέτρες. Από εδώ φαίνεται ξεκάθαρα το ξεκίνημα του γεωλογικού ταξιδιού του Ταϋγέτου μέχρι να φτάσει στο Ταίναρο…
Ο άνεμος φυσά ολοένα και πιο δυνατά κι εγώ βλέποντας τον κίνδυνο του κρύου αρχίζω να βρίζω τον φίλο μου που δεν προέβλεψε να πάρουμε μπουφάν και ένα μπουκάλι νερό. Δυο τρεις έχουν αναλάβει τον στολισμό της εισόδου του ναϊδρίου. Ο Μήτσος μου βοηθά και ζητά φωτογραφία αλλά εγώ αντιδρώ αρνητικά υπό τον φόβο ν’ ακολουθήσουν και άλλοι και να μην ξεμπλέκω με τίποτα. Βλακώδης αντίδραση, ομολογώ αργότερα αλλά είναι αργά. Συνέβη!              

Η καμπανούλα χτυπά ρυθμικά, μισό δάχτυλο πριν πέσει ο ήλιος που τώρα μετατρέπεται σε κατακόκκινος μικρό δίσκο συμπαρασύροντας και τα σύννεφα σ’ αυτό το χρωματικό παιχνίδισμα. Η μόνη παραφωνία στο σκηνικό, εκτός από μερικά πλαστικά καθίσματα και τραπέζια, είναι τα μεγάφωνα που τοποθετήθηκαν στον εξωτερικό χώρο του ναού για ν’ ακούμε τις, εν πολλοίς, άμετρες ψαλμωδίες: «π φυλακς πρωας λπιστω ᾿Ισραλ π τν Κριον.  τι παρ τ Κυρίῳ τ λεος κα πολλ παρ᾿ ατ λτρωσις κα ατς λυτρσεται τν ᾿Ισραλ κ πασν τν νομιν ατο». Και εντάξει, ο Ισραήλ μια χαρά έχει βολευτεί από τα εκκλησιαστικά μας, με τον Έλληνα κάτι∙ τούτη τη δύσκολη εποχή θα βοηθήσει η εκκλησία, έστω φραστικά, να λυτρωθεί;                                       

     Τα πιτσιρίκια κάνοντας σκόνη και θρύψαλα σοβαροφάνεια και  κατάνυξη -πραγματική ή πλασματική -των μεγάλων, έχουν ανέβει στη στέγη και κάνουν τα δικά τους. Με το αντίπερα αχνό φως του δειλινού δημιουργείται μια μεγάλη σκηνή θεάτρου σκιών, χωρίς πανί, που δίνει άλλη υπόσταση στο πανηγύρι της κορυφής. Τα παιδιά χειρονομούν, σκύβουν, χαιρετούν, κάνουν φιγούρες, άλλα κάθονται, σηκώνονται, χάρμα οφθαλμών μα λίγοι παρατηρούν αυτό το υπέροχο θέαμα.        Μια μεγάλη φωτιά που έχουν ανάψει ανάμεσα σε δυο μεγάλους βράχους με ξύλα που έχουν προνοήσει να φέρουν οι διοργανωτές, δίνει τον ιδιαίτερό της φωτισμό και την υπόσχεση πως ακόμα και οι ανοργάνωτοι όπως εμείς, δεν πρόκειται να ξεπαγιάσουν. Ένας βράχος αντίκρυ της μου προσφέρει αυτό που ζητούσα. Όσο προχωρά η ώρα, τα πρόσωπα αρχίζουν τώρα να γίνονται σκιές. Ανάβουν δυο – τρία φωτάκια που τροφοδοτούνται από την γεννήτρια ρεύματος που έχουν ανεβάσει εδώ πάνω τα γαϊδούρια. Το σκηνικό γίνεται όλο και πιο θεατρικό. Χάνω τον φίλο μου που εντοπίζω παντού. Όπου  κοιτάζω εμφανίζεται σαν φάντασμα. Ένας τύπος, λιώμα από το ποτό, περπατά αργά ανάμεσα στους βράχους με κίνδυνο να σκοντάψει και να σωριαστεί. Ο ίδιος λίγο αργότερα θα αποδείξει πως είναι απτόητος αφού σέρνει τον χορό με πρωτοφανή μαεστρία. Ο παπάς με τον ψάλτη και τους πιστούς βγαίνουν εκτός ναού για να ευλογηθούν οι άρτοι. Δίπλα οι ψησταριές βρίσκονται στις δόξες τους. Οι ταπεινοί άρτοι φωτισμένοι με κεριά που ολοένα σβήνουν, ανταγωνίζονται τα  σουβλάκια και τα λουκάνικα. Παρακεί οι γυναίκες κόβουν ντομάτες, αγγούρια, μυτζήθρα (καταπληκτική!), τυρί, ψωμί. Μια άλλη γεμίζει πλαστικά ποτήρια με κρασί ώστε να είναι έτοιμο όταν έλθει η ώρα. Επιτέλους, ο ψιλόλιγνος νεαρός ιερέας λέει το πολυπόθητο «αμήν» και τότε όλα, σαν από θαύμα και παρά το πείσμα το ανέμου, είναι έτοιμα. 

Αρχίζει το φαγοπότι. Οι πάνω από εκατό άνθρωποι που βρίσκονται εδώ, χωρίς σπρωξίματα και κραυγές παίρνουν τα πάντα. Και όλοι είναι ικανοποιημένοι. Οι ευχές, τα τσουγκρίσματα, τα γέλια, δίνουν και παίρνουν. «Ελάτε να πάρετε όλοι φαγητό και κρασί» προσκαλεί από τα μεγάφωνα ο κύριος Ηλίας, που είναι από τους βασικούς διοργανωτές. Δεν υπάρχει ορατή εξουσία κι όμως όλα γίνονται απλά, ήρεμα, χωρίς ανταγωνισμούς, με συνεργατικότητα. Μακάρι να λειτουργούσε έτσι και στην καθημερινότητα η ζωή… Κάπως έτσι των Ελλήνων οι κοινότητες έχουν φτιάξει εδώ, στο πουθενά, άλλον γαλαξία που αποκτά άλλη διάσταση όταν το CD αρχίζει να παίζει δημοτικά τραγούδια. Βεβαίως, μπορεί να μην τα χαρακτήριζε κάποιος «ψαγμένα» από αυτά που λένε κουλτουριάρες τραγουδίστριες «με άποψη» διότι, είπαμε: πανηγύρι επαρχίας! Τέτοιο που αν το ζούσαν η Μέκρελ, ο Σόιμπλε και λοιποί εταίροι μπορεί και να διάταζαν, αν είχαν την εξουσία, να μας οδηγήσουν άπαντες στον ψυχίατρο. Γιατί ποτέ τους δεν θα καταλάβουν πως ο ψυχίατρος για εμάς τους Έλληνες είναι ακριβώς αυτά: το πανηγύρι, η ρούγα, το καφενείο, η ταβέρνα, οι γιορτές. Από τότε που μας τα έκοψαν οδηγώντας μας στα μεγάλα αστικά κέντρα και στον καναπέ με την τηλεόραση, αυξήθηκε η πελατεία των ψυχιάτρων. Για να μην μιλήσουμε για τις δικές τους χώρες και τις αυτοκτονίες από βαριεστιμάρα. Ρε, εμείς, αν μας αφήσετε, δεν υπάρχει περίπτωση να πλήξουμε ποτέ!
Δεν είναι μεγάλος ο κύκλος του χορού και αυτό εκτιμούμε ότι οφείλεται στις μουσικές επιλογές. «Ρε συ, χώσε καμιά Παπαλάμπραινα να καεί το πελεκούδι!», ακούγεται κάποιος από τα πίσω βραχάκια. Όμως δεν του κάνουν τη χάρη. Πέρασε η ώρα, πήγε μία μετά τα μεσάνυχτα και αποφασίζουμε να κατηφορίσουμε. Η νύχτα δεν βγαίνει εδώ πάνω χωρίς τα απαραίτητα. Εν των μεταξύ η φωτιά φθίνει, οπότε…
Ακολουθούμε ένα τσούρμο χορτασμένους προσκυνητές που ένοιωσαν πως είναι εντάξει με το χρέος τους να συμμετάσχουν στη γιορτή και να τιμήσουν τους διοργανωτές, οι οποίοι όντως έκαναν μεγάλη και φιλότιμη προσπάθεια. Το κατέβασμα είναι πολύ πιο δύσκολο γιατί υπάρχουν πολλές πέτρες που υποχωρούν στο πάτημα. Πολλοί δεν έχουν φακό κι έτσι υπάρχει κάποιος που φωτίζει ομαδικά. Δεν έχω παράπονο. Ο δικός μου από φακό είναι άρτια οργανωμένος. Δύο και ισχυροί. Τέλεια! Φωνές, παρατηρήσεις, παρακλήσεις, καλαμπούρι, τα πάντα. Στην ανάγκη όλοι γίνονται ένα. Και το σκοτάδι με την κακοτράχαλη γιδόστρατα δημιουργούν συνθήκες κοινοτισμού. Από την κορυφή που διαμένει ο προφήτης ακούγεται ο ιδιαίτερος ρυθμός μιας φλογέρας. Και τραγούδια όμορφα που αντιλαλούν στις γύρω ρεματιές. «Τώρα που φύγαμε βάλανε τα καλά» λέει δυνατά κάποιος για να συμφωνήσει αμέσως μαζί του κάποια γυναίκα.  

Με τα πολλά φθάνουμε στο αυτοκίνητο και τραβάμε για την Πολιανή. Ένα καφενείο είναι αναπάντεχα ανοιχτό. Όμορφο, καθαρό, ανακαινισμένο με τον νεαρό ιδιοκτήτη του να είναι ιδιαίτερα περιποιητικός. Μια μικρή παρέα νεαρών κάθονται σε ένα τραπέζι. Ωραία έκπληξη. Νέοι άνθρωποι στο χωριό του Παπαφλέσσα. Ας είναι καλά το καλοκαίρι γιατί ο χειμώνας εδώ είναι λιγάκι έρημος. Μια παγωμένη μπύρα είναι απόλαυση. Φεύγουμε μες τη νύχτα για την πόλη. Τα μάτια μιας αλεπούς γυαλίζουν στο βάθος. Τελικά, όσες προσπάθειες κι αν κάνει ο άνθρωπος, η φύση θα έχει πάντα τους δικούς της κατοίκους, τους δικούς της νόμους, τον δικό της θεό που δεν συμπίπτει πάντα με των ανθρώπων. Και του χρόνου!   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου