Σελίδες

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Ο πίνακας του Γύζη και ο μύθος του «Κρυφού Σχολειού»

Πώς μια ελαιογραφία δημιούργησε "εθνικό μύθο"

Του Πάρη Πέτρα

Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένας από τους μεγάλους Έλληνες εικαστικούς  της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου και διακρίθηκε αποσπώντας βραβεία στην ξυλογραφία, τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία. Σίγουρα δεν  φαντάστηκε ποτέ ότι ένας πίνακάς του θα διέστρεφε στον μέγιστο βαθμό το θέμα της Παιδείας κατά την τουρκοκρατία. Γεννήθηκε το 1842 στο Σκλαβοχώρι της Τήνου και πέθανε στο Μόναχο το 1901.  Τον Ιούνιο του 1856 ο Γύζης έφτασε στο Μόναχο όπου συνάντησε τον ομότεχνο και φίλο του Νικηφόρο Λύτρα.

Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο, το 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου μετέτρεψε το πατρικό του στην οδό Θεμιστοκλέους σε εικαστικό εργαστήρι. Δύο χρόνια αργότερα, σε ηλικία 32 ετών, ήδη καταξιωμένος καλλιτέχνης αλλά, απογοητευμένος για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα, επέστρεψε στο Μόναχο όπου νυμφεύθηκε και διέπρεψε αφού έγινε πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός.    

 Η ελαιογραφία που δημιούργησε μύθο

 Το 1885 στο Μόναχο, ο Γύζης φιλοτέχνησε μια ελαιογραφία που απεικονίζει ένα ημισκοτεινό δωμάτιο µε έναν ιερομόναχο να μαθαίνει γράμματα στα παιδιά, την περίοδο της τουρκοκρατίας. Το έργο, διαστάσεων 58Χ73 εκ., ολοκληρώθηκε το επόμενο έτος και το ονόμασε «Κρυφό Σχολειό». Αυτός ο πίνακας έμελλε να συμβάλει καταλυτικά στην κατασκευή και διαιώνιση του μύθου περί ύπαρξης κρυφών νυχτερινών σχολείων επειδή -κατά την παράδοση της Εκκλησίας που ασπάσθηκε για χρόνια το νεοελληνικό κράτος ευθυγραμμιζόμενο στο ιδεολόγημα του «ελληνοχριστιανισμού»- η Οθωμανική αυτοκρατορία απαγόρευε την εκπαίδευση των υπόδουλων Ελλήνων για  να διαιωνίζεται η αμάθεια και (συνεπακόλουθα) η δουλοφροσύνη των κατακτημένων.

Το κράτος δαπάνησε πολλά χρήματα για την αναπαραγωγή του πίνακα κι έτσι η εικόνα του «Κρυφού σχολειού» βρισκόταν σε κάθε σχολείο δημιουργώντας σε δεκάδες γενεών ελληνοπαίδων, κατά τον 20ό αιώνα, την σιγουριά ότι αυτό πράγματι υπήρξε!

Ήταν τόσο ισχυρό το δημιουργηθέν μύθευμα που ακόμη και σήμερα πάρα πολλοί Έλληνες πιστεύουν ότι επί 400 χρόνια έτσι μάθαιναν γράμματα οι πρόγονού μας!

Ωστόσο, φαντάζει παράδοξο πώς ένας πίνακας δημιούργησε ολόκληρο εθνικό μύθο ενώ την ίδια εποχή φωτισμένοι άνθρωποι, όπως ο λόγιος ιστορικός και συγγραφέας Τρύφωνας Ε. Ευαγγελίδης έγραφε: «πάντως τα γράμματα συνεχίσθησαν εν τη οκτώ ολόκληρα έτη μετά την πτώσην της Κωνσταντινουπόλεως ελευθέρα αυτοκρατορία της Τραπεζούντος, αλλά αυτό δεν δυνάμεθα να είπωμεν και δια το Δεσποτάτον της Ηπείρου, ξενοκρατουμένης υπό των Σέρβων και των Αλβανών και των Τόκων, όπου τα γράμματα κυρίως ανεπτύχθησαν και η πρωτεύουσα αυτής, ύστερον τα θρυλικά Ιωάννινα, κατέστη εστία φωτός κατά την Τουρκοκρατίαν ιδίως, ότε ιδρύθησαν τα Ελληνομουσεία (σ.σ. ελληνικά σχολεία όπου διδάσκονταν και θετικά μαθήματα) έχοντα τους αρίστους των τότε διδασκάλων των ποδηγεσάντων πληθύν τούτων διδαξάντων ανά σύμπαν το Ελληνικόν».   

 


Η διαστρέβλωση, που επήλθε μέσω του «Κρυφού Σχολειού», ήταν στον μέγιστο βαθμό αφού αφαίρεσε από την εθνική συνείδηση την τιτάνια προσπάθεια των Ελλήνων Διαφωτιστών να ιδρύσουν σχολεία στην κατακτημένη Ελλάδα. Επίσης, εξαφάνιζε την στάση του Πατριαρχείου που αντιδρούσε στην ίδρυση κοσμικών σχολείων που δεν είχε υπό τον πλήρη έλεγχό του διότι σε αυτά διδάσκονταν και «αθεϊστικά μαθήματα» όπως ονόμαζε την φυσική, την γεωμετρία και τα μαθηματικά.

Μέχρι και τα μέσα του 17ου αιώνα, η συντριπτική πλειοψηφία των σχολείων λειτουργούσε με εκκλησιαστική εκπαιδευτική δομή. Το Πατριαρχείο και ο ανώτατος κλήρος, αντιλαμβανόμενοι ότι κινδύνευε και η δική τους εξουσία επί των σκλαβωμένων Ελλήνων, δεν επιθυμούσαν να αλλάξει η κατάσταση. Γι’ αυτό και αντιδρούσαν στην εισαγωγή μη θρησκευτικών μαθημάτων στα σχολεία, γι’ αυτό και η «Ελληνική Νομαρχία» ήταν κάθετη: «Οἱ ἱερεῖς, ἀγαπητοί μου, φυλάττοντες ἕνα σκοπὸν καθόλου διάφορον, ἀπὸ τοὺς λοιποὺς συμπολίτας, πάντοτε ἐπροσπάθησαν, μὲ τὸ μέσον τῆς θεότητος, νὰ καταδυναστεύσουν τοὺς συμπολίτας των,καθὼς μέχρι τῆς σήμερον, μὲ τὴν ἀμάθειαν καὶ κακομάθησιν ἐπέτυχον τοῦ σκοποῦ των. Αὐτοί,καλύπτοντες μὲ τίτλον ἁγιότητος τὰ πλέον φανερὰ ψεύματα, ἐγέμισαν τοὺς ἀδυνάτους νόας τοῦ λαοῦ ἀπὸ μίαν τοσαύτην δεισιδαιμονίαν, ὥστε ὁπού, ἀντὶ νὰ ὀνομάσουν ψεῦμα τὸ ἀδύνατον, τὸ ὀνομάζουν ἅγιον, καὶ οὕτως ἀδιστάκτως πιστεύουσιν εἰς κάθε τους λόγον, οὔτε τολμοῦσι νὰ ἐξετάσωσι τὸ παραμικρόν, μάλιστα δὲ τοὺς εἶναι ἐμποδισμένον (…) Αἱ ἐπιστῆμαι, ὁποὺ πρότερον ἤνθιζον, ἄρχισαν νὰ μαρανθῶσι, τὰ σχολεῖα ἐσφαλίσθησαν, οἱ διδάσκαλοι ἐμωράνθησαν, καὶ ἡ ἀλήθεια μὲ τὴν φιλοσοφίαν ἐξωρίσθησαν. Ἄλλο βιβλίον δὲν εὑρίσκετο, εἰμὴ τὰ πονήματα τῶν ἱερέων. Κάθε φιλόλογος ἄλλο δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἀναγνώσῃ, εἰμὴ τὰ θαύματα καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων, καὶ οἱ ταλαίπωροι Ἕλληνες, ἀγκαλὰ καὶ φιλελεύθεροι, ὑστερημένοι ὅμως ἀπὸ τὸ φῶς τῆς φιλοσοφίας, ἔγιναν σχεδὸν δοῦλοι κατὰ συνήθειαν, μεμεθυσμένοι δὲ ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν καὶ δεισιδαιμονίαν, ὑπήκουον καὶ ἐφοβοῦντο τοὺς τυράννους των, χωρὶς νὰ ἠξεύρουν τὸ διατί.».

Έρευνα του Πανεπιστημίου 


Ήδη από το πολύ μακρινό 1584 ο Γερμανός ελληνιστής και ουμανιστής Μαρτίνος Κρούσιος (Martin Crusius ή Kraus, 1526-1607) έγραφε στο έργο του «Turcograecia» για την παρουσία κοινών σχολείων, όπου τα παιδιά διδάσκονταν ανάγνωση µε χρήση εκκλησιαστικών λειτουργικών βιβλίων. Μετά ταύτα το ερώτημα που σχηματίζεται είναι: γιατί άφησε ο πνευματικός κόσμος της Ελλάδας να δημιουργηθεί το μύθευμα του «Κρυφού Σχολειού»; Μπορεί ο λαός να μην γνώριζε την αλήθεια όμως ο πνευματικός – επιστημονικός κόσμος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει. Άλλωστε, το 1865 το Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, προκήρυξε φιλολογικό διαγωνισμό με πολλά ερωτήματα που έπρεπε να απαντηθούν. Πρώτο ήταν το «Τίνα σχολεία Ελληνικά εσώζοντο κατά την Άλωσις και τίνα νέα και πού κατεστάθησαν τίνα τα εν αυτοίς διδασκόμενα, και τις η της διδασκαλίας μέθοδος…». Ακολουθούσαν και άλλα ερωτήματα όπως: ποιοι σύστησαν νέα σχολεία, ποιοι χρηματοδότησαν την έκδοση βιβλίων, ποιοι δίδαξαν κ.λπ.  Για τα σχολεία έγραψε ο Ματθαίος Παρανίκας, για τα τυπογραφεία και τις εφημερίδες ο Παύλος Λάμπρος και ο Κωνσταντίνος Σάθας. Στις 7 Μαΐου 1867 βραβεύθηκε η εργασία του Κων. Σάθα. Η επιτροπή, υπό τον Θεόδωρο Π. Ροδοκανάκη, που εκτίμησε τις υποβληθείσες εργασίες, απεφάνθη ότι δεν υπήρχε απαγόρευση σχολείων από την Οθωμανική διοίκηση και ότι “τα ανά σύμπαντα τον ελληνικόν κόσμον από την αλώσεως και εντεύθεν τα συσταθέντα Σχολεία ανήρχοντο εις 186, ως 4 εν Ιταλία, 7 εν Επτανήσω, 13 εν ταις νήσοις του Αιγαίου πελάγους, 8 εν Θράκη, 16 εν Μακεδονία, 19 εν Ηπείρω, 24 εν Θεσσαλία, 9 εν Πελοποννήσω, 21 εν Μικρά Ασία και 12 αλλαχού (Ρωσία, Αιγύπτω κτλ.)…».

                                                                Κωνσταντίνος Σάθας

Πέραν αυτών όμως υπάρχει και το δίτομο έργο του Τρύφωνος Ευαγγελίδη, «Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας- Ελληνικά Σχολεία από της Αλώσεως μέχρι Καποδιστρίου» του 1936 που αναφέρει όλα τα σχολεία, μικρά ή μεγάλα που λειτούργησαν και είναι σαφώς περισσότερα από αυτά που εντόπισε η πανεπιστημιακή έρευνα του 1867. Δηλαδή, όλος ο ελληνικός επιστημονικός και πνευματικός κόσμος γνώριζε ήδη από το 1867- έναν χρόνο μετά την ολοκλήρωση του πίνακα Γύζη- την ιστορική αλήθεια. Παρά ταύτα, προκύπτει το ερώτημα "γιατί παρέμεινε θεατής στην γιγάντωση του εθνικού μύθου;». Η εξήγηση μπορεί να δοθεί μόνο αν αναλύσει κάποιος την λειτουργία και τις σχέσεις μεταξύ κράτους – εκκλησίας. Το χρήμα και οι καριέρες περνούσαν μέσα από τους δύο αυτούς πυλώνες εξουσίας. Έπρεπε λοιπόν να ενισχύσουν την θέσης τους και στην υπόθεση του Αγώνα εξαφανίζοντας τους πραγματικούς πρωταγωνιστές του Αγώνα, την Φιλική Εταιρεία και τον Ελληνικό Διαφωτισμό.  Ο κόσμος όφειλε πλέον να εστιάζει στον πίνακα του Γύζη και σε μεγαλόσχημους ταγούς… Άλλωστε ο Νικηταράς, ο Σέκερης και τόσοι άλλοι πέθαναν καταφρονημένοι και πάμπτωχοι. Το προφίλ τους δεν ταίριαζε με τους χρυσοστόλιστους βασιλιάδες, πρωθυπουργούς και ιεράρχες…



Την κατασκευή του μύθου, μαζί με την ελαιογραφία του Γύζη βοήθησε και το γνωστό παιδικό δημοτικό τραγουδάκι «Φεγγαράκι µου λαμπρό, φέγγε µου να περπατώ, να πηγαίνω στο σκολειό, να μαθαίνω γράμματα, γράμματα σπουδάγματα, του Θεού τα πράματα», που είναι άγνωστο πότε ακριβώς δημιουργήθηκε.

«Εθνικός θησαυρός»!

Έτσι λοιπόν, επί έναν αιώνα ο πίνακας αποτέλεσε µια μορφή εθνικού θησαυρού. Γι’ αυτό, όταν το 1993 ο οίκος Christie’s έβγαλε τον πίνακα σε δημοπρασία, το γεγονός αντιμετωπίστηκε ως μείζον εθνικό θέμα! Πάνδημο το αίτημα «να περάσει σε καλά ελληνικά χέρια το εθνικό κειμήλιο» (!!!) για να το διαχειριστούν εθνοφελώς... Έτσι, η κοινή γνώμη ανακουφίστηκε όταν πληροφορήθηκε ότι το έργο κατακυρώθηκε υπέρ του  επιχειρηματία και εργολάβου δημοσίων έργων Πρόδροµου Εµφιετζόγλου έναντι 187,5 εκατομμυρίων δραχμών. Ασθμαίνουσα η τότε υπουργός Πολιτισµού, Μελίνα Μερκούρη, δήλωσε ότι «δυστυχώς η πολιτεία δεν μπορούσε να διαθέσει τόσα χρήματα» για την αγορά του πίνακα, είναι ωστόσο ικανοποιημένη που τον πήρε ένας γηγενής. Η επισφράγιση του μύθου και η μετατροπή του σε σύμβολο, έγινε τρία χρόνια αργότερα όταν κυκλοφόρησε το χαρτονόµισμα των 200 δραχμών έχοντας στη µια πλευρά του αποτυπωμένο τον πίνακα του Γύζη…  

 «Πουθενά δεν απάντησα…»

Πέραν την έρευνας του Πανεπιστημίου, υπήρξαν και πολλές άλλες επιστημονικά ιστορικές μελέτες που κατέρριπταν την ύπαρξη «κρυφών σχολειών» στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, θεωρώντας ότι αποτελεί απλώς μέρος της «παράδοσης του τόπου». Τα πρώτα ίχνη της μυθοπλασίας εντοπίζονται στην περίοδο της Επανάστασης του 1821 και ερμηνεύονται ως µια προσπάθεια κάποιων λογίων να κινήσουν το ενδιαφέρον της φωτισμένης ευρωπαϊκής κοινής γνώμης υπέρ των καταδιωκόμενων και φιλομαθών Ελλήνων. 

                                                                Ιωάννης Βλαχογιάννης

Ο ιστορικός Ιωάννης Βλαχογιάννης (1867-1945), υπήρξε ο ιστορικός ερευνητής που οργάνωσε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους ταξινομώντας χιλιάδες ντοκουμέντων του Ελληνικού Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα. Ο ίδιος έχει επισημάνει ότι «όσες διατριβές και να διάβασα, μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού, δεν απάντησα καμία ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολείου». Δηλαδή, απέκλεισε ιστορικά το γεγονός να υπήρξε διδασκαλείο που να διωκόταν από την οθωμανική εξουσία, δηλαδή τους Τούρκους! Και υπογραμμίζει ο Βλαχογιάννης: «Έρχεται λοιπόν η απορία πρώτα, πώς του κρυφού σχολειού τα μαθητούδια πηγαίνανε νύχτα στο σχολειό που θα βρισκόταν έξω από το χωριό, είτε σε μοναστήρι είτε σε ’ρηµοκλήσι, πώς τ’ ανήσυχα παιδιά, όλο φωνές και γέλια και τραγούδια στο δρόμο τους, θα ξέφευγαν της προσοχής των Τούρκων. Αλλά νύχτα στην ερημιά ήτανε και λύκοι... Τάχα τα παιδιά παίρνανε στο δρόμο τους κανένα φύλακα μισθωτό του χωριού; Όλο αυτό το φανταχτερό και κούφιο και χωρίς θεμέλιο κτίσμα πέφτει σε µια στιγμή σωρός µ’ ένα λόγο μοναχά. Ποτέ ο Τούρκος ο αγράμματος δεν εμπόδισε το χριστιανό γράμματα να μαθαίνει...».

Πολλά και λαμπρά σχολεία

Με τη συμπλήρωση 200 ετών από την έναρξη του Αγώνα είναι ευκαιρία για εμάς τους Έλληνες να ξεφύγουμε από τις σαθρές μυθοπλασίες για να ενισχύσουμε την εθνική μας συνείδηση με αλήθειες που αποτελούν το πιο ισχυρό όπλο μας: την ενότητα και τη συνεργασία. Όποτε αυτές υπήρξαν έγιναν θαύματα και όποτε μεσολάβησαν τα ψέματα επήλθε διχασμός με καταστροφικά αποτελέσματα. Οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι ορισμένα από τα μεγαλύτερα σχολεία του υπόδουλου ελληνισμού λειτουργούσαν ανεμπόδιστα. Ήταν η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, η Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη -το πιο λαμπρό εκπαιδευτήριο των Βαλκανίων- η Σχολή των Ιωαννίνων. Το «Ελληνομουσείον» του Ρήγα και τόσα άλλα…

 Ο Άγγλος ιστορικός, περιηγητής και συγγραφέας Ουίλιαμ Μάρτιν Λικ (William Martin Leake, 1777-1860) είναι σαφέστατος: «Δεν υπάρχει κοινότης Ελληνική έχουσα ευμάρειαν τινα να μην έχει το Ελληνικόν σχολείον της».

Εκατοντάδες σχολείων λειτουργούσαν στην κατακτημένη Ελλάδα. Αρκεί να αναλογιστεί επίσης κανείς ότι µόνο στα Ιωάννινα, από το 1647 ως το 1805, ιδρύθηκαν και λειτούργησαν τουλάχιστον 5 σχολές, ενώ λίγο πριν από την Επανάσταση υπήρχαν περί τα 2.000 σχολεία στον ελλαδικό χώρο. Αλλά και η ίδια η Εκκλησία δια του εκκλησιαστικού λογίους και μέγα Χαρτοφύλακα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Μανουήλ Γεδεών (1851-1943) καταρρίπτει τον μύθο αφού αποφαίνεται ξεκάθαρα ότι η οθωµανική εξουσία «ουδέποτε εν οµαλή καταστάσει πραγµάτων εµπόδισε την εν νάρθηξι και κελλίοις διδασκαλίαν», σηµειώνοντας ότι «µέχρι σήµερον ουδαµού ανέγνων εν οµαλή καταστάσει πραγµάτων βεζίρην ή αγιάνην ή σουλτάνον εµποδίσαντα σχολείου σύστασιν ή οικοδοµήν»!

Βεβαίως, οι υποστηρικτές του μύθου περί ύπαρξης κρυφών σχολειών επιστρατεύουν την φράση του Γεδεών πως δεν εμποδίστηκε η εκπαίδευση «εν ομαλή καταστάσει». Και επειδή η τουρκοκρατία καλύπτει 4 αιώνες σε έναν αχανή χώρο ισχυρίζονται δεν ήταν πάντα ομαλά τα πράγματα και ως εκ τούτου δεν ήταν πάντοτε ενιαία η αντιμετώπιση των Ρωµιών στον χώρο και τον χρόνο. Σε περιόδους και περιοχές που υπήρχαν εξεγέρσεις, η τοπική οθωµανική εξουσία των πασάδων αντιδρούσε έντονα, απαγορεύοντας για κάποιες χρονικές περιόδους ακόμη και τη διδασκαλία. Επ’ ουδενί όμως αυτό δεν ήταν κεντρική πολιτική επιλογή από τη Υψηλή Πύλη. Στις περιόδους ανωμαλίας, προσθέτουν, τα μοναστήρια αποτελούσαν καταφύγια λογίων και φιλομαθών. Ωστόσο, η περιπτωσιολογία δεν μπορεί να αποτελεί καθολικό εθνικό μύθο. Οι Τούρκοι εκείνα τα χρόνια δεν είχαν κατανοήσει την δύναμη της Παιδείας και γι’ αυτό δεν την απαγόρευσαν ποτέ. Η προσκόλληση της μάθησης στα εκκλησιαστικά και μόνον μαθήματα διαιώνιζε την μοιρολατρία και την παράδοση της Εκκλησίας «ήταν θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει». Την ίδια αντίληψη ενίσχυαν και οι πατριαρχικές επιστολές προς τους πιστούς. Όταν όμως άρχισαν να διδάσκονται κοσμικά μαθήματα και οι νέες ιδέες που επικράτησαν στην Ευρώπη μέσω του Ελληνικού Διαφωτισμού, τότε αποκτήθηκε εθνική συνείδηση, πνεύμα Ελευθερίας και Ανεξαρτησίας που οδήγησε στην αφύπνιση και την έναρξη του Αγώνα. 

 

2 σχόλια: