Σελίδες

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Βέργα: η πιο κρίσιμη μάχη του αγώνα των Ελλήνων


Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία του Χρίστου Κ. Κοτσωνή, τον Ιούνιο του 2014 στο Πάρκο Αλμυρού, σε εκδήλωση του Πολιτιστικού Συλλόγου Βέργας, στο πλαίσιο του εορτασμού της Μάχης της Βέργας.   


Αγαπητοί συμπατριώτες, εσείς που σήμερα είστε τα μαύρα πρόβατα των εφαρμοζόμενων πολιτικών που έχουν επιβάλει στην Ελλάδα μας οι δανειστές και οι βραχίονές τους πολιτικοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αξιότιμοι εκπρόσωποι της θρησκευτικής, πολιτικής  -δεν γνωρίζω αν υπάρχει εκπρόσωπος της δικαστικής- και τέλος της οικονομικής εξουσίας,
Καλησπέρα.
Πριν από λίγο καιρό ένας φίλος μου έθεσε το εξής ερώτημα: «τελικά, απελευθερωθήκαμε από τους τούρκους ή απελευθερωθήκαμε μερικώς».
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονολεκτική:
Απελευθέρωση ενός λαού σημαίνει πρώτ’ απ’ όλα να εκδιώξει τις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές του ξένου κατακτητή και μαζί τους το νομικό πλαίσιο που αυτός είχες επιβάλει. Στην Ελλάδα έγιναν μόνο τα δύο πρώτα. Δηλαδή, εκδιώξαμε τον στρατό και τον πασά. Δεν διώξαμε όμως όλο το νομικό τους οπλοστάσιο και ειδικά αυτό που διέπει την ιδιοκτησία γης. Έτσι, σήμερα,  η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει τα έγγραφα ιδιοκτησίας γης (μουλκ, εραζέ, φιρμάνια κ.λπ.) που εξέδιδε η οθωμανική εξουσία ως αδιάσειστους τίτλους! Ποτέ λοιπόν δεν ελευθερωθήκαμε από αυτά και το «γιατί» είναι θέμα μιας μεγάλης ανάλυσης που δεν επιτρέπει η ημέρα! 
Σήμερα λοιπόν γιορτάζουμε μια λαμπρή επέτειο: αυτήν της Μάχης της Βέργας. Της πιο καθοριστικής μάχης του Ελληνικού Απελευθερωτικού Πολέμου, μέσω της οποίας προέκυψε η Ναυμαχία του Ναυαρίνου και έδωσε την ελευθερία στον τόπο μας, δημιουργώντας το πρώτο εθνικό κράτος στην Νοτιανατολική Ευρώπη και την λεκάνη της Μεσογείου.
Στέκομαι λίγο στην Ναυμαχία του Ναυαρίνου, η οποία έγινε έναν χρόνο και 4 μήνες μετά την Βέργα.  Σκεφτείτε: αν είχε πέσει η Βέργα και είχε καταληφθεί η Μάνη και ο περήφανος Ταΰγετος δεν θα υπήρχε ελεύθερο ελληνικό έδαφος, για να συντηρεί τον ελληνικό πόλεμο ανεξαρτησίας. Μήπως περιμέναμε από τις ξένες κυβερνήσεις να μας προσφέρουν ελευθερία; Αλίμονο σ’ αυτούς που καρτερούν ξένην χείραν βοηθείας.   Εξ άλλου, οι απόψεις των ηγεσιών των μεγάλων δυνάμεων για τους Έλληνες ήταν σαφείς: Ο άγγλος πρωθυπουργός Τζορτζ  Κάννινγκ, στου οποίου την μνήμη το, ελεύθερο και αγγλικών συμφερόντων, ελληνικό κράτος χάρισε μια πλατεία στο κέντρο των Αθηνών, έγραφε πως οι Έλληνες «είναι χωρίς αμφιβολία, με μερικές εξαιρέσεις, μια συμμορία του χειρίστου είδους» (Κυρ. Σιμόπουλου, «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘21», τ. πέμπτος,  σελ. 316, Αθήνα 1984).
Άσχετα με τις επιπτώσεις της ναυμαχίας του Ναυαρίνου στην ελληνική υπόθεση, αυτή υπαγορεύθηκε  αποκλειστικά από τα συμφέροντα των τριών μεγάλων Δυνάμεων που έτυχε να ταυτισθούν, για διαφορετικούς λόγους, στη δεδομένη στιγμή.  Δεν υπήρχαν οδηγίες για ναυμαχία που προέκυψε ως φυσικό επακολούθημα της ακαμψίας που επέδειξε η τουρκική διπλωματία.  Οι συμμαχικοί στόλοι κατέστρεψαν τις τουρκο-αιγυπτιακές  ναυτικές δυνάμεις στο Ναυαρίνο, όχι για να σωθεί η Επανάσταση και να αποτραπεί η υποταγή ή η εξόντωση των Ελλήνων, αλλά εφαρμόζοντας εντολές των τριών κυβερνήσεων για την εξυπηρέτηση κοινών επιδιώξεων ή χωριστών συμφερόντων τους. Το ότι κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη των Ελλήνων, ούτε οι Δυνάμεις ούτε οι στόλαρχοι σ’ εκείνη τη στιγμή της γενοκτονίας, αποκαλύπτει η αδιαφορία που επέδειξαν οι τρεις ναύαρχοι μετά την ναυμαχία. Αυτή η αδιαφορία επέτρεψε στον ηττημένο Ιμπραήμ να φορτώσει στα καράβια και να μεταφέρει στην Αίγυπτο ανενόχλητος πολλές χιλιάδες σκλαβωμένους, όπως καταγράφει και ο Άγγλος Τόμας Γκόρντον.  Τέλος, για την ναυμαχία του Ναυαρίνου έχω να πως τα εξής:  παρά τις υμνολογίες του Βίκτωρος Ουγκώ και όλων εκείνων των ρομαντικών τότε και ύστερα, η Ναυμαχία του Ναυαρίνου επισημοποίησε τις επεμβάσεις των ξένων –κυρίως των Άγγλων και με ποσοστά των υπολοίπων- και νομιμοποίησε την εξάρτηση  που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.  Ας μην ξεχνάμε ότι, πάντοτε η δυτική βοήθεια ήταν το μέσον των επεμβάσεων και των εκβιασμών εις βάρος της πατρίδας μας και του λαού της, με διαχρονικό εργαλείο τους προθύμους!
Η Βέργα αναμφίβολα αποτελεί μια λαμπρή σελίδα της ελληνικής ιστορίας και μια ακόμη απόδειξη ότι σε κρίσιμες στιγμές τα «θέλω» των Ελλήνων δεν ταυτίζονται με τις επιλογές της ηγεσίας τους. Στην προκειμένη περίπτωση, εάν ο σουλτάνος δεν επεδείκνυε ακραία αδιαλλαξία, οι ξεσηκωμένες περιοχές του ελλαδικού χώρου θα αποκτούσαν απλή αυτονομία, με ηγεμόνα υποτελή στην Πύλη, όπως ήθελαν και οι μεγάλες Δυνάμεις. Άλλωστε, αυτό είχε ζητήσει και η ίδια η ελληνική ηγεσία, υιοθετώντας το σχέδιο του Κάννινγκ από τα τέλη του 1825. Λιποψύχησε η ελληνική ηγεσία, εξαιτίας των σαρωτικών επιτυχιών των αιγυπτιακών  τακτικών στρατευμάτων, έχασε την πίστη της στην ελευθερία της Πατρίδας. Υπήρξε, λοιπόν, ολοφάνερη διάσταση στις επιλογές της ηγεσίας με την βούληση του λαού. Η αποδοχή του σχεδίου για υποτέλεια έγινε ερήμην του ελληνικού λαού. Η αντίστασή του, με κορωνίδα την Βέργα και μέχρι το Ναυαρίνο, επιβεβαιώνει αυτήν την διάσταση.
Μέσα στο κλίμα ηττοπάθειας και πανικού της ηγεσίας, κι ενώ οι καπεταναίοι βρίσκονταν στην φυλακή, μόνο ο Δημήτριος Υψηλάντης ύψωσε φωνή και στηλίτευσε την έμφοβη καταφυγή στο έλεος των Τούρκων, για να εξασφαλισθεί, με αγγλική μεσολάβηση, η υποτέλεια! Στις 12 Απριλίου 1826 κατέθεσε στην Εθνική Συνέλευση έγγραφη διαμαρτυρία, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί και να καταδικασθεί με στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Έγραφε στο τέλος της διαμαρτυρίας του: «…κρίνω χρέος μου να διαμαρτυρηθώ… κατά μιας πράξεως παρανόμου, αντιελληνικής και διόλου ανταξίας ενός έθνους το οποίον υποδουλώθη μεν πολλάκις, πλην ποτέ δεν εσυμβιβάσθη με τους τυράννους του» (Κ. Σιμόπουλος, τ. 5ος σελ. 320).  Και μόνον η ιδέα της υποτέλειας στον Σουλτάνο, προκαλούσε οργή και απέχθεια στους Έλληνες. Εξ άλλου, είχαν γνωρίσει πολλές φορές τι σημαίνει να είσαι στο έλεος ενός θεόπληκτου μουσουλμάνου ηγεμόνα…
 Η εποποιία της Βέργας και ακολούθως του Δυρού, του Πολυάραβου και η, εντελώς ξεχασμένη αλλά εξ ίσου σημαντική, μάχη στο Κακοσκάλι του Κεντρικού Ταϋγέτου, κοντά στο δάσος της Βασιλικής, είναι υποβαθμισμένα ιστορικά γεγονότα. Θα έλεγα ότι γιορτάζονται «τυπικά» και τοπικά από το ελληνικό κράτος. Επειδή πρέπει! Δηλαδή, στις ενέργειες του κράτους υπάρχει απλώς μια τυπική και «εγκύκλια» ευγνωμοσύνη προς τη Βέργα και την Μάνη. Τα αίτια ίσως πρέπει να αναζητηθούν στον πρωταγωνιστή της Βέργας. Αυτόν που σήκωσε περήφανα, μανιάτικα, ελληνικά το βλέμμα του απέναντι στον πανίσχυρο και ευρωπαϊκά θωπευμένο, Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου. Δεν ήταν άλλος από τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη, που αποδείχθηκε τεράστιος Γιώργαρος, σε αντίθεση με άλλους που η Ιστορία θα τους παρουσιάσει με τα μεγαλύτερα υποκοριστικά που διαθέτει η συμπαντική ελληνική γλώσσα.
Την «αναίδεια» του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη και των Μανιατών να πάνε κόντρα στην επίσημη πολιτική των ευρωπαίων – κυρίως των Άγγλων- που δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο εκείνη τη χρονική στιγμή να διαταραχθεί η συνοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την πλήρωσε αργότερα η οικογένεια Μαυρομιχάλη και μαζί της ολόκληρη η Μάνη, φορτώνοντάς της την δολοφονία του φωτισμένου κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Οφείλουμε να θυμόμαστε ότι οι αγγλοσάξωνες δεν ξεχνούν ποτέ πότε και ποιος διατάραξε τα συμφέροντά τους! Όπως απέδειξε τριακονταετής έρευνα που πραγματοποίησε ο Δημήτρης Κοκκινάκης και δημοσίευσε στο δίτομο έργο του, η δολοφονία βαραίνει τους Άγγλους και όχι τους Μαυρομιχαλαίους και την Μάνη! Εξ άλλου, σκεφτείτε ότι ακόμη και σήμερα ο φάκελος «Καποδίστριας» εξακολουθεί να παραμένει επτασφράγιστο μυστικό στο αγγλικό υπουργείο εξωτερικών, χαρακτηριζόμενο «top secret»!    
Προηγουμένως, αν προσέξατε, χαρακτήρισα «Απελευθερωτικό» τον πόλεμο του ’21 και όχι «Επανάσταση» και οφείλω μια εξήγηση γι’ αυτό: διότι με την επανάσταση ο εξεγερμένος απαιτεί την ανατροπή της πολιτικής εξουσίας στον τόπο του. Με τον πόλεμο όμως επιδιώκει την ανατροπή των πάντων, την αποκοπή των εδαφών του που έχουν κατακτήσει αλλόφυλοι και την δημιουργία δικής του εξουσίας, τέτοιας που να διαφεντεύει το παρόν και το μέλλον του σε όλα τα επίπεδα. Όπως ακριβώς έγινε με τον Αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, ενώ το αντίθετο συνέβη με την Γαλλική Επανάσταση.  Στην πρώτη περίπτωση προέκυψε κράτος, οι ΗΠΑ, του οποίου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν αγγλικής καταγωγής, ενώ στην δεύτερη απλώς άλλαξε η μορφή του πολιτεύματος.
Την εποχή του ‘21, οι τοκογλύφοι δανειστές που και τότε, όπως και σήμερα, επηρέαζαν την πολιτική εξουσία,  όταν είδαν πως υπάρχει κίνδυνος να χάσουν τα κεφάλαιά τους, εφ’ όσον πεθάνει το απελευθερωτικό κίνημα των Ελλήνων, αποφάσισαν όπως η Ελλάδα αποκτήσει κάποια αυτονομία, φόρου υποτελής στην Πύλη, δηλαδή παραμένοντας δεμένη στο άρμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, τοποθετούσαν «ανατολικά» εμπόδια που, μαζί με τα πολλά «δυτικά», δεν θα επέτρεπαν ποτέ στους Έλληνες να συγκροτήσουν απόλυτα κυρίαρχη και ευνομούμενη  χώρα!
Το σημαντικότερο των ανατολικών προβλημάτων, που άφησαν να ταλανίζει το νέο ελληνικό κράτος, ήταν η νομική αναγνώριση της οθωμανικής κυριαρχίας. Η Ελλάδα νομικά αποτέλεσε την συνέχεια της οθωμανικής περιόδου! Ενώ ποτέ, κρατική οντότητα με το όνομα «Ελλάς», «Ελληνικό», «Ελληνική» δεν καταλύθηκε από τους Οθωμανούς – το 1453 καταλύθηκε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την οποία το 1592 ο Γερμανός ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ πρωτονόμασε «Βυζάντιο». Δεν καταλύθηκε λοιπόν «ελληνικό κράτος» από τους οθωμανούς.
 Γράφει λοιπόν η «Ελληνική Νομαρχία», το πρωτοπόρο βιβλίο που εκδόθηκε το 1806 και είναι γεμάτο με πολλές πικρές- δυστυχώς- αλήθειες: «Από τότε λοιπόν έως τους 364 μετά Χριστόν, όπου διεμοιράσθη το ρωμαϊκόν βασίλειον εις ανατολικόν και δυτικόν, οι Έλληνες υπόκειντο εις φοβεράν τυραννίαν και έπαθον ανήκουστα βάσανα και ταλαιπωρίας από τους διαφόρους ιμπεράτορας, οπού η Ρώμη τους έπεμπεν. Δεν ηδύναντο να ελευθερωθώσι από τοιούτον ζυγόν… Από τότε που εστερεώθη ο χριστιανισμός, έως τους 1453, αντίς να αυξήσουν της ελευθερώσεώς των, φεύ! εσμικρύνοντο».
Με την έννοια, λοιπόν, ότι «κάναμε επανάσταση» και όχι απελευθερωτικό πόλεμο, το νέο ελληνικό κράτος που προέκυψε, μεταξύ άλλων, αναγνώρισε και τους οθωμανικούς τίτλους ιδιοκτησίας επί των ακινήτων ως νόμιμους. Και, δυστυχώς, ισχύουν μέχρι σήμερα!!!   Και αυτή η κρατική αναίδεια ίσχυε μέχρι πρότινος και για την Μάνη. Την αλλάξαμε, αλλά όχι και για την ηρωική Βέργα για την οποία εξακολουθούμε να παλεύουμε!
Οι «πρόθυμοι»
Αγαπητοί μου συμπατριώτες, στο σημείο αυτό θα σας πω κάτι που δεν το ακούτε σε ομιλίες, διότι κανείς δεν θέλει να ταράξει τα, καταχωνιασμένα σε σφραγισμένα σεντούκια, μυστικά της ιστορίας μας: Φυσικά και έχουν άμεση σχέση με το δραματικό «σήμερα» που ζούμε. Είναι οι συνεργάτες των ξένων, αυτοί που κάνουν τις δουλειές για λογαριασμό τους, εξασφαλίζοντας άνετο παρόν για τους ίδιους και καλό μέλλον για τους απογόνους τους.   Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας ήταν οι «Γασμούλοι». Αυτοί προέκυπταν από μεικτούς γάμους ή και παράνομους έρωτες μεταξύ Ρωμιών και Φράγκων. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα τον 16ο και 17ο αιώνα, οι Δυτικές Δυνάμεις, με κυρίαρχες την Αγγλία και την Γαλλία, πάντα διατηρούσαν μια «μαγιά» Ρωμιών, εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που την χρησιμοποιούσαν σε διάφορες δουλειές τους. Και ήταν αυτή που εμπλουτισμένη χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, μέχρι τις μέρες μας, για πολλές «δουλειές» των ξένων εντός, και πολλές φορές εις βάρος του νεοελληνικού κράτους!
Πυρήνας της «μαγιάς» αυτής ήταν τα προξενεία σε διάφορες «σκάλες», κυρίως του Αιγαίου. Σκεφτείτε ότι, όπως αναφέρει και ο Κυριάκος Σιμόπουλος στον τόμο Β΄ 1700-1800 του έργου του «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», σε όλο το Αιγαίο, από την Ρόδο μέχρι την Μυτιλήνη, η Γαλλία είχε προξένους, ενώ το ίδιο έκαναν η Αγγλία, η Αυστρία και η Βενετία. Για παράδειγμα, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Σιμόπουλος, η οικογένεια Πάγκαλου είχε τον έλεγχο της Τζιάς, διατηρώντας προξενεία όλων των δυνάμεων, τα οποία μάλιστα έδινε και προίκα!!!  (Κ. Σιμόπουλος, τ. Β΄, σελ. 99).
Χωρίς να θέλω να κατηγορήσω κάποιον προσωπικά, αυτή η «μαγιά», αγαπητοί συνέλληνες, μαζί με πολλούς από τους τέως «κοτζαμπάσηδες» -δηλαδή, συνεργάτες των Τούρκων- αποτέλεσε την κυρίαρχη τάξη σε ελεύθερο ελληνικό κράτος, που, εκτός μερικών εξαιρέσεων, συνεργάστηκε αγαστά με τον εκάστοτε κυρίαρχο ξένο παράγοντα και την εξουσία που αυτός επέβαλλε, ξεχνώντας τον εθνικό γνώμονα. Στις κρίσιμες στιγμές η, πάντα απροετοίμαστη, πατρίδα, την βρήκε μπροστά της. Βασικό της όπλο, αυτό που ταλαιπωρεί τους Έλληνες χιλιάδες χρόνια, από την εποχή των Πελοποννησιακών Πολέμων: η διχόνοια και ο εμφύλιος σπαραγμός!
Αγαπητοί μου, ως Έλληνες, για να έχουμε σταθερά βήματα στο μέλλον, οφείλουμε να γνωρίζουμε Ιστορία. Αλλά, γενναία ανάγνωση της ιστορίας μας, χωρίς φανατισμούς και εξάρσεις. Οφείλουμε να μελετήσουμε την ιστορία μας, απεξαρτημένοι από τις όποιες ιδεολογικές, πολιτικές ή θρησκοληπτικές αγκυλώσεις, για να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Αυτά που επαναλαμβάνουμε αδιαλείπτως όποτε μας δοθεί ευκαιρία! Με κυριότερο αυτό του διχασμού και του εμφυλίου…
                                            Πριν από την Βέργα
Επανερχόμαστε στα του ’21 και της Βέργας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μια απόλυτη μοναρχία, που ξεκίνησε το 1299 και εξέπνευσε το 1922, έχει προ πολλού σταματήσει τους κατακτητικούς πολέμους και παρακμάζει. Ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄, αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα στην αχανή αυτοκρατορία του:  πολεμικές συγκρούσεις με την Περσία, όπου αναγκάζεται να στείλει στρατεύματα. Παράλληλα, ήδη από το 1820 υπάρχει κρίση της Πύλης με τον ισχυρότατο Αλή Πασά των Ιωαννίνων.  Εναντίον του στέλνει τον Χουρσίτ πασά με 80.000 στρατό, στον οποίο ο Αλή παραδόθηκε τον Ιανουάριο του 1822. Δηλαδή έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα του ελληνικού πολέμου.      
Ένα τρίτο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Σουλτάνος ήταν η εξέγερση των Γενιτσάρων. Από την άνοιξη του 1811 μέχρι το 1826, που τους κατάργησε ο Μαχμούτ ο Β΄, οι Γενίτσαροι αποτελούσαν απειλή για την θεοκρατική εξουσία της Πόλης. Έτσι, ο Σουλτάνος αναγκαζόταν να κρατά στην πόλη σημαντικό αριθμό στρατού για την αντιμετώπισή τους. Παράλληλα, την εποχή εκείνη στην Μεσόγειο, δεν κυριαρχούσε πλέον ο οθωμανικός στόλος αλλά οι δυτικές δυνάμεις.
Αυτή την γεωστρατηγική κατάσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας γνώριζε άριστα η Φιλική Εταιρεία, η οποία ήταν η μόνη που οργάνωσε και τροφοδότησε τον Αγώνα. Οι όποιες άλλες δυνάμεις, στον βαθμό που έπραξαν κάτι, ήταν αποσπασματικές ενέργειες και όχι επίσημη πολιτική τους. 


Μετά τις πρώτες επιτυχίες των ξεσηκωμένων Ελλήνων, έρχεται η εκστρατεία του Δράμαλη στην Πελοπόννησο, γιατί κακά τα ψέματα,  η Πελοπόννησος και κυρίως ο Ταΰγετος, ήταν ο πυρήνας του Αγώνα.
Στις 26 Ιουλίου 1822, ο Δράμαλης καταστρέφεται από τον Κολοκοτρώνη στα στενά των Δερβενακίων. Μετά από αυτήν την τεράστια επιτυχία, μεσολαβεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, στο οποίο  η κυβέρνηση  λογικά θα έπρεπε να φροντίσει, με τα πλούσια λάφυρα που πήρε από τους Τούρκους και τα χρήματα, να συγκροτήσει και να οργανώσει το στράτευμα.   Αντ’ αυτού, πλήρης αδράνεια και εσωτερικές έριδες.
Ο διετής επάρατος διχασμός, 1824-25, έχει ανοίξει πολύ βαθιές πληγές στην ημιθανούσα Ελλάδα. Ο Γιουσούφ πασάς κρατά ακόμα γερά την Πάτρα. Η Εύβοια είναι τουρκοκρατούμενη, η Ρούμελη αποδυναμωμένη, ο Κιουταχής πολιορκεί στενά το Μεσολόγγι και μερικά από τα Ρουμελιώτικα σώματα, που κατεβαίνουν προς υποστήριξη των Κυβερνητικών στην Πελοπόννησο, συμπεριφέρονται σαν να βρίσκονται σε εχθρικό έδαφος: ληστείες, βιασμοί και δολοφονίες! Ο Κολοκοτρώνης, οι Δεληγιανναίοι και όλες οι κεφαλές της Πελοποννήσου βρίσκονται στη φυλακή, όπως ομολογεί με πικρία ο Μακρυγιάννης.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά τα δεινά, στις 10 με 12 Φεβρουαρίου τού 1825 πραγματοποιεί απόβαση στα Μοθωκόρωνα ο θετός γιος του πασά της Αιγύπτου, ο Ιμπραήμ Πασάς. Τελείως ανενόχλητος και ατουφέκιστος, παρ’ ότι η Κυβέρνηση Κουντουριώτη έχει σπάνιες, σαφείς και σημαντικές πληροφορίες για τις δυνάμεις και τα πιθανά σημεία αποβάσεως στην Πελοπόννησο, καθώς και για τους φοβερούς κινδύνους που θα διατρέξει ο Αγώνας από την τρομερή αυτή επιδρομή.
Όπως παραδέχονται στρατηγικοί μελετητές, αν υπήρχε στοιχειώδης πρόνοια, με ελάχιστα οργανωμένο στράτευμα θα μπορούσαν να χτυπηθούν αποφασιστικά οι πρώτες 5.000 των Τουρκοαιγυπτίων, που επί ημέρες ζαλισμένοι και άμαθοι από  θάλασσα, περίμεναν αναποφάσιστοι στην παραλία της Μεθώνης την άφιξη του ιδίου του Ιμπραήμ και των υπολοίπων 27.000 πεζών, πυροβολητών, ναυτικών και ιππέων, που έρχονταν υπό τον φόβο ότι μπορεί να πάθουν την «νίλα» του Δράμαλη.
Όμως, και ο Ιμπραήμ είχε τις πληροφορίες του για τον εμφύλιο σπαραγμό των Ελλήνων. Και γι' αυτό, όταν είδε πως το πρώτο αποβατικό σώμα του παρέμεινε ανενόχλητο, έσπευσε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση και άρχισε αμέσως τις καταστροφικές. Μετά την ηρωική έξοδο και τη φοβερή σφαγή του Μεσολογγίου, την νύχτα της 10ης Απριλίου 1826, ο Ιμπραήμ επιστρέφει στον Μοριά, όπου συνεχίζει το κόψιμο και το κάψιμο των καρποφόρων δέντρων και το εξολοθρευτικό και γενοκτονικό έργο του. Γι’ αυτό και ο  Φωτάκος συμπληρώνει στα απομνημονεύματά του (σελ. 537):
«...Αφού δε εφθάσαμεν εις Άγιον Φλώρον προς τον δρόμον της Καλαμάτας, οπού βγαίνει κεφαλόβρυσον και έχει μεγάλα δένδρα και ίσκιο... Εκεί ηύραμε κρεμασμένα από τα δέντρα ως εξ παιδία μικρά, βυζανιάρικα, από πέντε έως επτά μηνών το καθένα, σπαργανωμένα καθώς τα είχαν αι μάναις των. Είχαν δε αποκάμει και δεν μπορούσαν να κλάψουν. Είχαν περάσει τρεις ημέραις αφ' ότου διήλθον εκείθεν Τούρκοι αράπηδες, οι οποίοι είχαν κυνηγήσει τες μανάδες των, αι οποίαι δια να γλιτώσουν εγκατέλειψαν τα παιδιά των. Οι δε αράπηδες τούρκοι παίρνοντας από κάτω τα παιδιά, τα εβαστούσαν εις τα χέρια και δείχνοντας αυτά εφώναζον την κάθε μάνα: Μαριά, Μαριά, στάσου να σου το δώσω... Ήθελαν με τούτο να γελάσουν την μάνα με την ψυχοπόνια και να την πιάσουν, διότι ενόμιζον οτι θα την κλονίση ο πόνος του παιδιού και θα σταθή...».
Υπάρχουν ιστορικές εκτιμήσεις ότι Ιμπραήμ σχεδίαζε να ερημώσει την Πελοπόννησο, να σκοτώσει και να πάρει σκλάβους όλους τους κατοίκους και να εγκαταστήσει εδώ Αιγυπτίους. Ο ιστορικός, υπασπιστής και βιογράφος του Κολοκοτρώνη,  Φωτάκος, συμπληρώνοντας τις περιγραφές του για την μάστιγα που έπληξε τότε Μοριά και Ρούμελη, σε άλλο σημείο των απομνημονευμάτων του γράφει:
«...Ο δε Ιμπραήμ με τα στρατεύματά του εκυνηγούσε τους Έλληνας επάνω εις τα βουνά και εις τα δάση, αρπάζοντας τα πράγματα και τα ζώα των, αλλά και οι Έλληνες κτυπούντες τους Τούρκους, τα έπαιρναν πάλι και έφευγαν. Έφευγαν δε και τα γυναικόπαιδα επάνω εις τα βουνά και εκρύπτοντο μέσα εις τα δάση και εις τα σπήλαια. Καθ' όλην την Πελοπόννησον τίποτε άλλο δεν ηκούετο και δεν εφαίνετο, παρά μόνον τουφεκισμοί και πυρκαϊαί. Καπνοί δε υψούντο παντού. Και καθ' εκάστην ημέραν εγίνοντο σκοτωμοί και αιχμαλωσίαι και άλλα ανήκουστα δυστυχήματα. Ο ουρανός της Πελοποννήσου εφαίνετο ότι εχαμήλωσεν. Όλαι δε αι ειδήσεις ήσαν φόβος και απελπισία. Όστις τότε επεριπάτει εις Πελοπόννησον, τίποτε άλλο δεν έβλεπεν, ει μη πτώματα άταφα Τούρκων και Ελλήνων, πολλά ζώα ψόφια, ως και άλλα διάφορα πράγματα σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Δυσωδία δε μεγάλη και βρώμα αφόρητος έβγαινεν από τα άταφα και σηπωμένα πτώματα των ανθρώπων και των ζώων... Εχάθησαν τα γόνιμα αυγά και οι σπόροι…».
Η Μάνη γλίτωσε από την συμφορά και την ταπείνωση, χάρις στην φιλοπατρία και το πείσμα των κατοίκων της να ζουν ανυπότακτοι και ελεύθεροι. Σε αυτήν έβρισκαν καταφύγιο οι κατατρεγμένοι. Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η δράση του Ιμπραήμ κορύφωσε και τα τουρκοπροσκυνήματα στο Μοριά. Μόνο στην Αχαΐα – Ηλεία είχαμε 2.000 τουρκοπροσκυνημένους του Νενέκου. Για το τρομερό αυτό γεγονός, έχουμε την μαρτυρία του Κολοκοτρώνη, που μόλις έχει αποφυλακισθεί και προσπαθεί να σώσει ό,τι σώζεται:
«...Εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνο για την Πατρίδα, όχι άλλη φορά. Ούτε εις τες αρχές της Επαναστάσεως, ούτε εις τον καιρόν του Δράμαλη όπου ήρθε με 30.000 στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ άλλοτε. Μόνον εις το προσκύνημα εφοβήθηκα. Η Ρούμελη ήτον όλη προσκυνημένη, η Αθήνα πεσμένη, τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα διαλυμένα. Μόνον η Πελοπόννησος (μέρος - η Μάνη) ήταν μεινεμένη με τα δυο νησιά, Ύδρα και Σπέτσες...».
Η ίδια θλιβερή κατάσταση και στην θάλασσα. Τα πλοία ήταν δεμένα στην Ύδρα και στις Σπέτσες, χωρίς πληρώματα και επισκευαστικές εργασίες, με πανιά ρακένδυτα και ξάρτια σπασμένα. Και τα θρυλικά πυρπολικά ήταν παραμελημένα τελείως και άνευ πολεμικής ικανότητος. Αυτή ήταν, δυστυχώς, η κατάντια του Αγώνα των Ελλήνων μετά από την διχόνοια, τον εμφύλιο και την βαρβαρική επιδρομή του Ιμπραήμ.
Μέσα όμως σε αυτόν τον όλεθρο και την ανείπωτη συμφορά που πλήττει τους Έλληνες, υπάρχει μια σπίθα που φαίνεται ασήμαντη, αλλά αποδεικνύεται δυνατή  και ελπιδοφόρα για την τύχη του Γένους: η σκληροτράχηλη και αδούλωτη Μάνη. Σε αυτήν, πλέον, στρέφει την αναίδειά του ο αγράμματος, επιληπτικός αλλά πείσμων πασάς Ιμπραήμ: την καλεί να παραδοθεί αμαχητί, άλλως θα την περάσει όλη από το σπαθί του και δεν θ' αφήσει «μήτε ίχνος οσπιτίου...».
Η Βέργα
Οι Μανιάτες είχαν φροντίσει να κατασκευάσουν το ξεροτείχι –αυτό το ιδιοφυές αμυντικό έργο, που, συνδυαζόμενο με την μανιάτικη ξεροκεφαλιά και πολεμική τέχνη, έγινε αξεπέραστο!  Και ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης, που είναι επικεφαλής των Ελλήνων στον ξερότειχο της Βέργας, απαντά στο ιταμό τελεσίγραφο σαν άλλος Λεωνίδας:
«Από ημάς τους ολίγους Έλληνας της Μάνης και λοιπούς Έλληνας ευρισκομένους εις αυτήν. Προς τον Ιμβραήμπασαν της Αιγύπτου. Ελάβομεν το γράμμα σου, εις το οποίον είδαμεν να μας φοβερίζεις ότι, αν δεν σου προσφέρομεν την υποταγήν μας, θέλεις εξολοθρεύσει τους Μανιάτας και την Μάνην. Δια τούτο και ημείς σε περιμένομε με όσας διαθέτεις δυνάμεις... Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομε και σε περιμένομε». (Τρικούπης, Δ’ , σελ. 19).
Ναι, αγαπητοί συμπατριώτες. Αυτός που δεν δίστασε να κοιτάξει κατάματα τον Ιμπραήμ, να τον πολεμήσει ως αρχηγός των ελεύθερων Μανιατών, πέντε χρόνια αργότερα κατηγορήθηκε ότι μαζί με τον θείο του σκότωσαν δόλια και απλοïκά τον φωτισμένο κυβερνήτη Καποδίστρια! Και δεν φρόντισαν μετά την διαφυγή τους από το Ναύπλιο, ούτε και την κατάληψη της εξουσίας, αφού μόνο οι Μανιάτες εκείνη την εποχή διέθεταν αξιόμαχο στράτευμα, άρα είχαν την δύναμη. Η πάλαι ποτέ «Γηραιά Αλβιών» δεν ξεχνά την ανατροπή των γεωπολιτικών της σχεδίων, ούτε παρακάμπτει εύκολα τον κίνδυνο να ξεφύγει κάποιο προτεκτοράτο από την σφικτή αγκαλιά της. Και ο Καποδίστριας, ο δημιουργός της Ελβετίας, δεν ήθελε την Ελλάδα προτεκτοράτο της Αγγλίας. Με την άρτια σχεδιασμένη δολοφονία του Κυβερνήτη από ένα πλέγμα πρακτόρων, επετεύχθησαν δύο στόχοι: βγήκε από την μέση ο Καποδίστριας και η ανυπότακτη Μάνη, που πάντα αποτελούσε κίνδυνο για κάθε ξένη δύναμη.  Κάπως έτσι έφθασε μέχρι τις μέρες μας η Ελλάδα ανοργάνωτη, ενίοτε ρακένδυτη, με ηγεσίες εκλιπαρούσες την ξένη βοήθεια.  
Τα ιστορικά γεγονότα της Μάχης  τα γνωρίζουμε καλά, τα έχουν πει άλλοι ομιλητές σε επετείους. Αξίζει όμως, ως ελάχιστος φόρος τιμής, να ειπωθούν τα ονόματα και οι άνδρες που αντιστάθηκαν στην Βέργα: Διαβάζουμε στον Φραντζή, που δεν διακρίνεται για τα φιλομανιάτικα αισθήματά του: «… και ευθύς εξεστράτευσαν πρώτοι οι Γ. και Α. Μαυρομιχάλαι μετά του Ηλία Κατζάκου μετά 700 Μανιατών και 220 Πελοποννησίων. Ο Πικουλάκης με 200 Μανιάτας και 80 Πελοποννησίους και 60 Κρήτας∙ ο Γεώργιος και Σταυριανός Καπετανάκιδες με 350 Μανιάτας και 120 Πελοποννησίους, ο Νικόλαος Πιεράκος και άλλοι διάφοροι Καπιτάνιοι και πρόκριτοι της Μάνης με Μανιάτας και άλλους διαφόρους Έλληνας.  Την δε επιούσαν φθάσαντες εις το Αλμυρόν, εις θέσιν Βέργαν καλουμένην (την οποίαν είχον προετοιμασμένην  με κατεσκευασμένον ξηρόν τείχος από του άκρου της θαλάσσης έως τους κρημνώδεις και αβάτους πρόποδας του πλησίον εκείνου όρους) ετοποθέτησαν εις αυτήν, όπου συνήρχοντο όλον εν και άλλοι Μανιάται και Πελοποννήσιοι, ώστε ο αριθμός όλου του συναχθέντος Ελληνικού στρατού υπερέβη τας 3.000».
Η μάχη
Από την απέναντι πλευρά παρατάχθηκε ο Ιμπραήμ, που, σύμφωνα με τον Φραντζή, είχε πάνω από 15.000 στρατό. Τα στρατιωτικά σώματα του Ιμπραήμ και το ιππικό διοικούσαν Γάλλοι αξιωματικοί, βετεράνοι της στρατιάς του Ναπολέοντα.  
Οι Τουρκαραπάδες έκαναν οκτώ με δέκα γιουρούσια την ημέρα επί τρεις ολόκληρες ημέρες (22,23 και 24 Ιουνίου) και παράλληλα βομβάρδιζαν τις θέσεις των αμυνομένων Μανιατών από τη θάλασσα. Τ’ αποτελέσματα ήταν οικτρά για τον Ιμπραήμ και τον στρατό του: νεκροί, νεκροί, νεκροί. Πανικός και ηττοπάθεια στο στράτευμα. Ο επιληπτικός πασάς στα πρόθυρα της τρέλας.
Νομίζοντας πως θα βρει ανυπεράσπιστη τη Μάνη, έστειλε την αρμάδα προς τον Δυρό, βομβαρδίζοντας τα παράλια της Μάνης, με στόχο να εξαπατήσει τους Μανιάτες πως τάχα θα κάνει απόβαση στην Καρδαμύλη, στον Άη Δημήτρη. Φτάνει στον Δυρό, όπου κάνουν απόβαση. Μα εκεί βρήκε τις γυναίκες, τα παιδία, τις γραίες και τους γέρους. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο με αυτό της Βέργας: η θάλασσα βάφτηκε με αίμα και επί τρεις μήνες ξέβραζε στις ακτές πτώματα τουρκαραπάδων. Ο Μπραΐμης δοκίμασε να μπει στη Μάνη, μέσω Γυθείου, από τον Πολυάραβο και το Κακοσκάλι στο δάσος της Βασιλικής, για να βγει στην Καρδαμύλη. Η απάντηση της Μάνης ήταν μία: Νίκη ή θάνατος! Κι όποιος αψηφά τον θάνατο πορεύεται με τη Νίκη!  
                                               
Οι προδότες
Αγαπητοί φίλοι, θα σταθώ εδώ σε δύο περιστατικά προδοτών. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε ποτέ τους προδότες. Διότι, αν τους ξεχνούμε και δεν τους διαπομπεύουμε, στο μέλλον θα τους μιμηθούν κι άλλοι. Ο πρώτος είναι ο γνωστός Δημήτριος Νενέκος, οπλαρχηγός που επέδειξε γενναιότητα κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, αλλά, κατόπιν, το γύρισε. Όταν ήλθε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, συμπάθησε πολύ τον Νενέκο. Του χάρισε χρήματα, άλογα, του υποσχέθηκε γαίες και ασυδοσία σ’ αυτόν και τη γενιά του κληρονομικώς και εκτός των άλλων προκάλεσε και σουλτανικό φιρμάνι, με το οποίο ο Νενέκος ονομάστηκε μπέης. Ο προδότης Νενέκος οργάνωσε με τους επίσης προσκυνημένους οπλαρχηγούς 2.000 ενόπλους της περιοχής του, που ακολουθούσαν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, σαν οπισθοφυλακή με αρκετές συμμετοχές σε συγκρούσεις με τους επαναστάτες. Του δόθηκε η ευκαιρία να σκοτώσει τον Ιμπραήμ, όταν αυτός, πηγαίνοντας από την Πάτρα προς τα Καλάβρυτα, χάθηκε επί ώρες στο δάσος. Τον βρήκε ο Νενέκος και είχε την ευκαιρία να τον σκοτώσει και ν’ απαλλάξει την Ελλάδα από τον καταστροφέα. Όχι μόνον δεν το έπραξε, αλλά τον προστάτεψε κιόλας! Όταν το έμαθε ο Κολοκοτρώνης, έδωσε εντολή να εκτελεσθεί ο προδότης. Τον εκτέλεσε ο Αθανάσιος Σαγιάς, κατά μία εκδοχή ήταν γυναικαδελφός και πρωτοπαλήκαρο του Νενέκου. Ο Φωτάκος τον αναφέρει σαν εξάδελφό του. 

Ο δεύτερος προδότης ήταν, δυστυχώς, Μανιάτης.
Στις  12 Αυγούστου 1826, ο Ιμπραήμ, νικημένος στην Βέργα και τον Δυρό, προσπαθεί να μπει στην ανυπότακτη Μάνη από άλλα σημεία.
Τα φουσάτα του Μπραΐμη, τρία μερόνυχτα ρημάζουν τα Μπαρδουνοχώρια. Οι Μανιάτες της περιοχής μαζεύτηκαν στο Πολυάραβο. Ένας από τους μικροκαπετανέους της Μάνης, ο Μπόσινας, προσκύνησε, όπως ο Νενέκος. Και του υποσχέθηκε να  τον οδηγήσει από μυστικό μονοπάτι μέσα στη Μάνη, με αντάλλαγμα να τον κάνει μπέη της Μάνης.

Ο δρόμος που διάλεξε ο Μπόσινας για να πάει τους τουρκαραπάδες στον Πολυάραβο, αναγκαστικά πέρναγε από την Τσεσφίνα (Δεσφίνα), λίγο πιο πάνω από τα Κόκκινα Λουριά, όπου στεκόταν ο πύργος των Σταθάκων.
Ο Θοδωρής Σταθάκος, ή Σταθακάκος, που ήταν και του Μπόσινα συμπέθερος, όταν έμαθε πως θα περάσει από εκεί ο στρατός του Μπραΐμη, πήρε στη στιγμή την απόφαση να υπερασπίσει γερά τον πύργο, ώστε να δώσει χρόνο σ' αυτούς που ήταν στον Πολυάραβο, να ταμπουρωθούν καλά μέχρι να τους έρθει και βοήθεια από τη μέσα Μάνη. Όταν ζύγωσαν οι αραπάδες, φωνάζει ο Μπόσινας:
- Συμπέθερε Σταθάκο, παραδοθείτε στον αφέντη της Μάνης, θα χαθείτε όλοι!                                                                                                                                 -Και ποιος μας λέει, μωρέ, ότι δε θα πάθουμε τίποτα, εάν προσκυνήσωμε;
- Εγώ! αποκρίθηκε ο Μπόσινας.
- Κοίταξε να μη μας φάνε με μπαμπεσιά...
- Μη φοβάσαι, συμπέθερε, εγώ σου δίνω λόγο, εγώ σε παίρνω στο λαιμό μου, αποκρίθηκε ο προδότης.
- Σε πιστεύω, καμώνεται ο Σταθάκος. Έλα να πάρεις τ' άρματά μας.
Όπως αναφέρει ο Φραντζής, μόλις ο Μπόσινας ζύγωσε στον πύργο, η Λιουνίτσα, η πανέμορφη νύφη του Σταθάκου, του ρίχνει μια μπαταριά κι άλλη μια ο πεθερός της, φωνάζοντας «πάρε προδότη», και έπεσε νεκρός. Ο πύργος έπεσε, μα δόθηκε η ευκαιρία στον Πολυάραβο να οργανώσει αντίσταση και να νικήσει για μια ακόμη φορά τον Ιμπραήμ.
Η Βέργα, η Μάνη και οι Μανιάτες έδειξαν τον δρόμο και η ιστορία τους εξακολουθεί να μας τον δείχνει. Ήταν το ηχηρό χαστούκι στην μοιραία πολιτική ηγεσία των Ελλήνων, βόμβα στα θεμέλια της αγγλικής πολιτικής και μήνυμα στην Πύλη, ότι οι Έλληνες είναι αποφασισμένοι να κερδίσουν την ελευθερία τους με οποιοδήποτε τίμημα.
Κι εμείς σήμερα, δυστυχώς, δεν θυσιάζουμε το ελάχιστο, κάτι από την βόλεψή μας, για να παραμείνουμε ελεύθεροι. Μπορεί να μην ήλθε ο Ιμπραήμ, αλλά, αφού μας προετοίμασαν κατάλληλα μέσω τηλεόρασης και βλακωδών εντύπων, μας έστειλαν χειρότερα δεσμά. Για το καλό μας πάντα! 
Όμως, πρώτη η Βέργα, ύστερα ο Δυρός, ο Πολυάραβος, το Κακοσκάλι είναι κορυφαία παραδείγματα αγάπης προς την Πατρίδα και την Ελευθερία.  
Αν έπεφτε η Μάνη, δεν θα υπήρχε Ελλάδα να ελευθερωθεί. Ο Αγώνας θα είχε τελειώσει. Όποια αντίσταση στα υπόλοιπα βουνά του Μοριά πολύ σύντομα θα καταστελλόταν. Η Μάνη όμως κράτησε την Ελευθερία, όχι μόνο τη δική της, μα όλων των Ελλήνων. 
Δυστυχώς, το –πολλές φορές αλλήθωρο- ενίοτε κοντόφθαλμο και κάποτε εντελώς τυφλό «Ελληνικό Κράτος», που ποτέ δεν κατάφερε να εξελιχθεί σε «Ελλήνων Πολιτεία», δεν έχει τοποθετήσει εκεί που αρμόζει στην επίσημη ιστορία του, άρα και σε επίπεδο τιμών, την Μάχη της Βέργας. Την γιορτάζει τυπικά, όπως άλλωστε δεκάδες άλλες τοπικές μάχες του ’21. Αλλά πώς να γίνει αυτό, όταν η ίδια η μανιάτικη κοινωνία δεν κινητοποιείται;
Πού είναι το μνημείο εκείνο που θα πληροφορεί αναλυτικά τον επισκέπτη γι’ αυτά τα μεγαλειώδη ιστορικά γεγονότα που συντελέστηκαν εδώ;
Σε ποια μοίρα έχει περιπέσει το Μνημείο της Βέργας, που διδασκόταν στην Σχολή Ευελπίδων ως «ιδιοφυές αμυντικό έργο»; Πώς το παρουσιάζουμε στον επισκέπτη; Σαν κοτέτσι; Σαν χαλάσματα; Σαν τι; 
Πού είναι εκείνη η Πανελλήνια γιορτή που θα αποκαθιστά το μεγαλείο της Μάχης της Βέργας;
Μήπως είδατε τους μανιάτικους δήμους, τους συλλόγους,  να μισθώνουν λεωφορεία με Μανιάτες, έστω σαν εκδρομή, για να έλθουν στην Βέργα και να τιμήσουν –ως οφείλουν- την ολόχρυση νικηφόρα αντίσταση  στον εισβολέα; Όχι! Αν όμως εμείς οι ίδιοι δεν κινητοποιηθούμε, πώς το βαρήκοο κράτος μας θα ακούσει;
Από το βήμα τούτο καλώ την μανιάτικη κοινωνία, την Καλαμάτα που οφείλει στην Μάνη, την Περιφέρεια, την κυβέρνηση να συνεργαστούν, ώστε να αποκατασταθεί η ιστορική μνήμη της Μάχης της Βέργας. Διότι αποτελεί παράδειγμα αντίστασης από έναν «μικρό λαό που πολεμά/δίχως σπαθιά και βόλια/ για όλου του κόσμου το ψωμί/ το φως και το τραγούδι», όπως εύστοχα λέει ο Μανιάτης ποιητής Γιάννης Ρίτσος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου