Σελίδες

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Η ομοφυλοφιλία στην αρχαιότητα

Πώς η παρερμηνεία λέξεων οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα που εξυπηρετούν σκοπιμότητες

Αττική μελανόμορφη λήκυθος. Ο εραστής συνευρίσκεται με τον ερώμενο στη στάση του «διαμηρίζειν» (500 – 475 π.Χ.). Τσίβιτα Καστελλάνα, αρχαιολογικό μουσείο Agro Falisco. Το μικρό ποσοστό απεικόνισης ομοφυλοφιλικών ερώτων σε αρχαία αγγεία δείχνει ότι ναι μεν υφίσταντο αυτοί, χωρίς ωστόσο να κυριαρχούν.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 36 (Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2012, σελ. 90).
Του Χρίστου Κ. Κοτσωνή
Η ακραία προπαγάνδα που, πολλάκις, ασκείται στην κοινή γνώμη από μια «σχολή» σκέψης (ενίοτε και συμπεριφοράς), τείνει να πείσει την παγκόσμια κοινή γνώμη ότι στην αρχαία Ελλάδα η ομοφυλοφιλία ήταν ευρύτατα διαδεδομένη, κοινωνικώς αποδεκτή και, περίπου, θεσμοθετημένη. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη «σχολή», η οποία, αντιδρώντας έντονα σε αυτές τις θέσεις, απορρίπτει μετά βδελυγμίας τους ισχυρισμούς, μη αποδεχόμενη ουσιαστικά την παραμικρή σχέση του αρχαίου κόσμου με το θέμα. Βιβλία επί βιβλίων, συγγράμματα επί συγγραμμάτων, άρθρα, έρευνες και ό,τι μπορεί να κατορθώσει του ανθρώπου η πέννα έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα. Πολλά από αυτά τα πονήματα εμπεριέχουν αλήθειες και είναι σωστά, ενώ άλλα, κινούμενα είτε από άγνοια είτε από συμφέρον, προβάλλουν απόψεις που δεν έχουν σχέση με την αρχαία πραγματικότητα. Το πρώτο βασικό λάθος που διαπράττουν οι
περισσότεροι ερευνητές που προσπαθούν να προσεγγίσουν το θέμα είναι ότι το εξετάζουν υπό το πρίσμα της χριστιανικής ηθικής, η οποία είναι πολύ διαφορετική από την αρχαία ελληνική. Στο πέρασμα των αιώνων και με τη μεσολάβηση της χριστιανικής θρησκείας η ηθική έχει μετατεθεί σε αρκετά και διαφορετικά πεδία. Το δεύτερο αφορά στα επιχειρήματα: για παράδειγμα, λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τον έρωτα του Διός με τον Γανυμήδη, χωρίς να εξετάζουν ότι ο Ζεύς συμβολίζει την ίδια τη ζωή, η οποία έχει και τις ομοφυλοφιλικές της πλευρές (ο Ζεύς, του Ζεός, τω Ζει, τον Ζέα, αναφέρει ο Σέξτος Εμπειρικός, λεξ. LiddellScott). 
Όμως, η απόσταση από τον συμβολισμό για την ύπαρξη και ομοφυλοφιλικών σχέσεων μέσα στη ζωή (αυτός είναι και ο μύθος Ζε(Δι)ός- Γανυμήδη) μέχρι την γενίκευση ότι «στην ελληνική αρχαιότητα η ομοφυλοφιλία ήταν πολύ διαδεδομένη και κοινωνικά αποδεκτή» είναι τεράστια και φυσικά εσφαλμένη. Ένα ακόμη επιχείρημα αντλείται από τον Όμηρο και τη φιλία που μας παραδίδει ότι είχε αναπτυχθεί μεταξύ Αχιλλέα και Πατρόκλου. Μια φιλία που έμεινε παροιμιώδης, μερικοί όμως την ερμηνεύουν και ως ομοφυλοφιλική σχέση. Κατά τον Ησίοδο, ο Πάτροκλος ήταν γιος του Αργοναύτη Μενοίτου (αδελφού του Πηλέα) και της θυγατέρας του Άκαστου, Σθενέλης, ή της κόρης του Πηλέα, Πολυμήλης (και επομένως ξάδερφος του Αχιλλέα). Κατά τον Όμηρο, ο Πάτροκλος ήταν φίλος του Αχιλλέα και γνωρίστηκαν στην Αυλίδα πριν ξεκινήσουν για την Τροία. Ήταν γενναίος, μειλίχιος, ήρεμος και εξαιρετικός ιππέας. Όσο καιρό πολεμούσε ο Αχιλλέας, στεκόταν δίπλα του και οδηγούσε το άρμα του. Συμβούλευε  τον Αχιλλέα, προσπαθούσε να τον συγκρατήσει από τα πάθη του και να τον γυρίσει στον πόλεμο, όταν εκείνος αποχώρησε θυμωμένος με τον Αγαμέμνονα. Κι όταν δεν το κατάφερε, πήρε την πανοπλία και τα όπλα του για να τρομάξει τους Τρώες που είχαν ξεθαρρέψει από την απουσία του Αχιλλέα και νικούσαν του Αχαιούς. Ο Πάτροκλος σκότωσε πολλούς Τρώες που πίστευαν ότι είναι ο Αχιλλέας, αλλά παρασύρθηκε από τον ενθουσιασμό κοντά στα τείχη της Τροίας. Εκεί ο Απόλλωνας τον αφόπλισε, ο Εύφορβος τον τραυμάτισε και ο Έκτορας τον σκότωσε. Ο Αχιλλέας θρήνησε πολύ τον θάνατο του φίλου του και πήρε εκδίκηση σκοτώνοντας τον Έκτορα και πολλούς άλλους Τρώες. Η «ανακάλυψη» περί ομοφυλοφιλικών σχέσεων μεταξύ των δύο ανδρών σαφώς και έγινε στη Δύση. Διότι ο Όμηρος πουθενά δεν αναφέρει κάτι σχετικό πέραν μιας μεγάλης φιλίας που υπήρχε μεταξύ των δύο. Μια φιλία που μετατρέπεται σε ερωτική σχέση μέσα από κάποιους συγγραφείς και το Χόλλυγουντ (καθ’ εικόνα…). Και όπως σημειώνεται στο βιβλίο του Jean Maisonneuve «Η ψυχολογία της φιλίας» (εκδ. «Το Βήμα γνώση»), «φίλοι είναι πρώτα οι κοντινοί συγγενείς, ίδια λογίζονται και οι παντοτινοί σύντροφοι σαν τους θρυλικούς ήρωες Αχιλλέα και Πάτροκλο, Ορέστη και Πυλάδη, Αίαντα και Λυκοφώντα. Σύμφωνα με τον Ζ.Κ. Φρατς, ο ομηρικός ήρωας μοιάζει ήδη «σαν ένας άλλος εαυτός, ένας σύμμαχος χωρίς τον οποίο το υποκείμενο δεν θα ήταν αυτό που είναι».

Ερευνητές και βιβλία

Το 2008 κυκλοφόρησε στα αγγλικά το βιβλίο υπό τον τίτλο «Οι Έλληνες και ο Ελληνικός Έρωτας: μια ριζοσπαστική αναθεώρηση της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα» (The Greeks and Greek Love: a Radical Reappraisal of Homosexuality in Ancient), με συγγραφέα τον καθηγητή αρχαίας ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Γουόρικ Τζέιμς Ντέιβιντσον. Ουσιαστικά η εργασία αυτή προσπαθεί να συμπληρώσει και να απαντήσει σε ορισμένα σημεία στο βιβλίο του καθηγητή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης Κένεθ Ντόβερ (K. J. Dover), με τίτλο «Η Ομοφυλοφιλία στην Ελλάδα», (εκδ. Χιωτέλλη, Αθήνα 1979). Σε αυτό ο Ντόβερ προσπαθεί να ερμηνεύσει τις σχέσεις μεταξύ ανδρών στην αρχαία Ελλάδα μέσα από σεξουαλικό πρίσμα, περιορίζοντας την ομοφυλοφιλία των αρχαίων στη σεξουαλική πράξη ανάμεσα σε έναν ενήλικο άντρα (τον «εραστή»), που αναλαμβάνει τον κοινωνικά αποδεκτό ενεργητικό ρόλο, και έναν ανήλικο έφηβο (τον «ερωμένο»), που πρέπει να προστατεύσει την τιμή του από τις σεξουαλικές ορέξεις του εραστή! 

 Αττική ερυθρόμορφη πελίκη με παράσταση γυμνής γυναίκας που βγάζει ομοιώματα φαλλών από ένα καλάθι, 
πιθανότατα  στο πλαίσιο του εορτασμού των Αλώων. 
Το έργο αποδίδεται στον Μύσωνα (500-450 π.Χ.), μουσείο Συρακουσών.       

Το βιβλίο του Ντόβερ χαιρέτισε ο Γάλλος φιλόσοφος (και ομοφυλόφιλος) Μισέλ Φουκό, ο οποίος προσπαθεί να δώσει και κοινωνιολογική εξήγηση: ταυτίζει την ομοφυλοφιλία των αρχαίων με την επιβολή της εξουσίας του κυρίαρχου αρσενικού πάνω στους κοινωνικά αδύναμους (είτε είναι γυναίκες είτε ανήλικα αγόρια). Από αυτό συμπεραίνει ότι η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί ανθρώπινη ιδιότητα, αλλά είναι απλώς μια σεξουαλική συμπεριφορά που εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικές κοινωνίες. Οι ομοφυλόφιλοι ως κατηγορία δεν είναι παρά δημιούργημα της χριστιανικής ηθικής, υποστηρίζει ο Φουκό και προσθέτει: «Το σύστημα μάς έχει φορέσει μια ταμπέλα και μάς έχει βάλει σε ένα κουτάκι για τους δικούς του λόγους».                                                                                                                                                       Ο Ντέιβιντσον όμως υποστηρίζει ότι η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα είχε κεντρικό κοινωνικό ρόλο (σ.σ.!!!) και το απλοϊκό σχήμα που δίνουν τόσο ο Ντόβερ όσο και ο Φουκό δεν μπορεί να τον εξηγήσει. Επιλέγει να μην εστιάσει απλώς στην Αθήνα της κλασικής περιόδου, αλλά προσπαθεί να εξετάσει και να ερμηνεύσει στοιχεία που έχουν φτάσει στις ημέρες μας από ελληνικές πόλεις-κράτη και από όλες τις περιόδους (από την αρχαϊκή έως την ελληνιστική). Θα πρέπει να παρατηρήσουμε και κάτι ακόμη: οι περισσότερες εκδόσεις που κυκλοφορούν δεν είναι παρά μεταφράσεις, όχι από το αυθεντικό κείμενο αλλά από την απόδοση των αρχικών γραπτών στην αγγλική κυρίως γλώσσα, με αποτέλεσμα να υφίστανται σημαντική παραποίηση λόγω της τεράστιας εννοιολογικής διαφοράς, ετυμολογικής και ερμηνευτικής δυναμικότητας μεταξύ της αρχαιοελληνικής γλώσσας και της αγγλικής.

 Με όπλο την ελληνική γλώσσα…


Χωρίς να υποκρύπτουμε κάποια εμπάθεια στις σεξουαλικές επιλογές του κάθε ανθρώπου,  οφείλουμε να επισημάνουμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες βρίσκεται σε εξέλιξη μεγάλη  προπαγάνδα υπέρ της ομοφυλοφιλίας, η οποία στις (τηλε-προπαγανδιστικές και ιλουστρασιόν ματαιόδοξες) μέρες μας θεωρείται “in”, ενίοτε σε βαθμό που πολλοί φυσιολογικοί άνθρωποι να νοιώθουν… μειοψηφίες. Έτσι, η παραπληροφόρηση επί των σεξουαλικών ορέξεων των αρχαίων Ελλήνων, επειδή ακριβώς εξυπηρετεί αυτή την προπαγάνδα, τείνει να λάβει διαστάσεις επιδημίας. Στόχος είναι να αποτελεί ισχυρό όπλο αντιλόγου, ίσως και απενοχοποίησης, δεδομένου ότι αν «ο πολιτισμός των πολιτισμών ακολουθούσε αυτή την οδό και σήμερα οι κοινωνίες βρίσκονται στον σωστό δρόμο». Το μόνο βέβαιο είναι ότι σε όλες τις εποχές, σε όλες τις κοινωνίες υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άτομα με αποκλίνουσες από την φυσιολογική οδό σεξουαλικές συμπεριφορές. Οπότε και αυτές που ονομάζονται «παρά φύσει», είναι λογικό ότι υφίσταντο σε όλη την περίοδο κοινωνικής παρουσίας του ανθρώπου επί Γης. Αλλά, ειδικά για την αρχαία Ελλάδα, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αποτελούσαν τον σχεδόν θεσμοθετημένο κανόνα αλλά την εξαίρεση, και ως εκ τούτου είναι εντελώς ανυπόστατοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί.
  Ενεπίγραφος σκύφος με φαλλόσχημη προχοή που κοσμείται με ερωτική σκηνή ζεύγους 
(μουσείο Ρόδου, 2ος μ.Χ. αι.).  


 Η αρχαία ελληνική κοινωνία ήταν ανεκτική σε πάρα πολλά γεγονότα αλλά αμείλικτη σε όσα προσπαθούσαν να διαταράξουν την κοινωνική συνοχή και την άμυνα της πατρίδας. Δεν μπορεί, λοιπόν, εκτός των φυσιολογικών ποσοστών των εξαιρέσεων, να επέτρεπαν π.χ. την άγρα νεαρών συντρόφων ομοφυλοφίλων, που κατά μερικούς ερευνητές γινόταν έξω από τα γυμνάσια! Διότι, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν ιδιαίτερο βάρος στην παίδευση των εφήβων. Βασικό όπλο στην προσπάθεια προσέγγισης της αλήθειας δεν μπορεί να είναι άλλο από το μεγαλύτερο έργο που έχει επιτύχει λαός, την Ελληνική Γλώσσα. Οι Έλληνες δημιούργησαν την τέλεια γλώσσα, ένα εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων μεγίστης ακριβείας. Είναι αυτή που κατόρθωσε να αποδώσει τα ύψιστα φιλοσοφικά (και όχι μόνο) νοήματα με τόση ακρίβεια, που άλλες γλώσσες για να το επιτύχουν αναγκάστηκαν να καταφύγουν στον δανεισμό από την ελληνική! Ο Επίκτητος, αναφερόμενος στη μεγάλη σημασία των λέξεων, έλεγε: «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις». Είναι, λοιπόν, αδιανόητο γι’ αυτήν τη γλώσσα, γι’ αυτούς τους ανθρώπους που περιέγραψαν το καθετί να μην ξεχώριζαν μέσω του εργαλείου επικοινωνίας τους την ομοφυλόφιλη σεξουαλική επιλογή. 
Στην αρχαιότητα η αιδώς καταλάμβανε σημαντική θέση στην ηθική κλίμακα των κοινωνιών («αλλά με κωλύει αιδώς», Αλκαίος 55). Στην περίπτωση δε που κάποιος γινόταν συνοδοιπόρος της αιδούς, ακολουθούσε η Νέμεσις, δηλαδή η πράξη που τελούσε κάποιος «χωρίς αιδώ», επέφερε και την τιμωρία του ή την καταισχύνη που τον έκανε να μην μπορεί να σταθεί εντός του κοινωνικού ιστού. Στην εποχή μας οι λέξεις «ομοφυλόφιλος» και «ετεροφυλόφιλος» είναι καθημερινές και δεν μας εκπλήσσουν, ούτε τις αξιολογούμε θετικά ή αρνητικά. Βεβαίως σε άλλες εποχές η πρώτη θα επέφερε αρνητικούς χαρακτηρισμούς και διάφορα «κοσμητικά» επίθετα. Όμως, αυτές οι λέξεις δεν απαντώνται σε κανένα κείμενο πριν από τον 20ο αιώνα. Είναι κατασκεύασμα της εποχής μας! Ούτε βεβαίως και το «ετεροφυλόφιλος», που δημιουργήθηκε για να περιγράψει τον φυσιολογικά σεξουαλικώς άνθρωπο, διότι απλούστατα οι αρχαίοι δεν ένοιωσαν την ανάγκη (μήτηρ πάντων) περιγραφής του αυτονόητου. Αντιθέτως, περιγράφονται οι ομοφυλόφιλοι. Όχι όμως με τη σημερινή λέξη – βελούδο αλλά με πολύ σκληρή ετυμολογία - νόημα: είναι η λέξη «κίναιδος», που σημαίνει ο «κινών την αιδώ», «ο τε ποιών ο τε πάσχων παρά το την αιδώ κινείν» (από το λεξ. Γ.Δ. Ζηκίδου - σχόλιο Λουκιανού, τομ. Β, σελ. 42). Δηλαδή, η σημασία της λέξεως με την οποία οι αρχαίοι Έλληνες προσδιόριζαν τον ομοφυλόφιλο ήταν ξεκάθαρα καταδικαστική της σεξουαλικής προτιμήσεως του ανθρώπου, τονίζοντας παράλληλα ότι προκαλεί, κινεί την αιδώ, δηλαδή την ντροπή!                    

       Αττική μελανόμορφη άπλη που απεικονίζει τον ερώμενο να κρατά τον πετεινό που του έδωσε δώρο ο εραστής. Προφανώς αποδίδει σκηνή «ψησίματος», διότι ο πετεινός βρίσκεται ανάμεσα και δεν φαίνεται να τον έχει αποδεχθεί απόλυτα ο ερώμενος. Εντύπωση προκαλεί το πρόσωπο του εραστή, που θυμίζει σάτυρο, όπως και ο σκύλος στα πόδια τους, που φαίνεται να τα… έχει χάσει. (540-530 π.Χ. αρχαιολογικό μουσείο Ρόδου). 
                                                                                                       
Το πλέον έγκυρο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας Liddel and Scott, αναφέρει σχετικά: Κιναιδία = η παρά φύσιν ασέλγεια, Αισχίνης 18.29, Δημήτριος ο Φαληρεύς 97. Κιναιδεύομαι =είμαι κίναιδος. Κιναιδιαίος, α, ον = ο παρεδεδομένος εις παρά φύσιν επιθυμίας, παρά φύσιν ασελγής, Αρτέμ. 2.12. Κιναιδίζομαι = άγω βίον κιναίδου, φέρομαι ως κίναιδος. Κιναίδισμα = η παρά φύσιν ασέλγεια. Κιναιδολογέω = ομιλώ περί αισχρών πραγμάτων, περί ασελγειών, Στράβωνος 648. Κίναιδος, Λατινικά Cinaedus, pathicus, ως το καταπύγων, καθόλου αισχρός, κακοήθης άνθρωπος. Εξειδικεύοντας τον παθητικό/ή ομοφυλόφιλο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το επίθετο Καταπύγων, ονος, ο, η, ουδέτερο κατάπυγον (πυγή = πρωκτός)˙ παραδεδομένος εις επιθυμίας σαρκικάς παρά φύσιν, και καθόλου, αισχρός, αχρείος, ασελγής, λαικαστάς και καταπύγωνας, Αριστοφάνη Αχαρν. 79, Ιππείς 639, όπερ ο Σχολ. ερμηνεύει «ευρύπρωκτον ή τον πεπορνευμένον» (…) παροιμιώδης φράσις, «καταπυγοτέρων αλφηστών», διότι οι ιχθύες ούτοι λέγονται ότι ακολουθεί ο έτερος θατέρω κατά την πυγήν (Αθήν. 281Ε), δι’ ής σημαίνονται οι ακρατείς και οι καταφερείς, οι λάγνοι (λεξ. Liddell-Scott σελ. 648). Θα πρέπει επίσης να τονισθεί ότι οι ονομαζόμενες σήμερα «σεξουαλικές σχέσεις», στην αρχαιότητα αποκαλούνταν «αφροδίσιες». Στις σχέσεις μεταξύ ανδρών και δασκάλων – παιδιών, πουθενά στα αρχαία κείμενα δεν εμφανίζεται αυτός ο χαρακτηρισμός.     

Η κοινωνική αντιμετώπιση

Βεβαίως η επινόηση και χρήση των λέξεων αντικατοπτρίζει σε μέγιστο βαθμό τον τρόπο κοινωνικής αντιμετώπισης ενός φαινομένου. Πολύ δε περισσότερο κοινωνίες όπως η αρχαιοελληνική, που έδιναν μεγίστη σημασία στην ουσία του Λόγου

      Αττική ερυθρόμορφη πελίκη που απεικονίζει πόρνη, η οποία συνευρίσκεται με πελάτη 
(αρχαιολογικό μουσείο Ταρκύνιας, Ιταλία). 

Ας θυμηθούμε τον εν πολλοίς άγνωστο μύθο του Αισώπου περί ντροπής: Ο Ζεύς, δημιουργώντας τους ανθρώπους, έβαλε μέσα τους διάφορες ψυχικές αρετές και μόνο την ντροπή λησμόνησε να βάλει. Επειδή όμως έπρεπε και αυτή να μπει στο σώμα, μην έχοντας άλλη επιλογή, σκέφτηκε την τελευταία στιγμή και την πρόσταξε να μπει από τον πισινό (πυγό) των ανθρώπων. Αυτή όμως αρνήθηκε και διαμαρτυρήθηκε για την προσβολή. Επειδή όμως ο Ζευς δεν σήκωνε και πολλά, αυτή τελικά δέχθηκε υπό τον όρο «ότι από εκεί δε θα μπει ο έρωτας. Διότι, αν τύχει και εισέλθει, εγώ θα βγω αμέσως. Δηλαδή, η μυθολογία ενός λαού, που σεβόταν τις παραδόσεις, είχε λάβει θέση και στο ζήτημα της ομοφυλοφιλίας. Τα σχόλια θεωρούμε ότι είναι περιττά…                                                                                                                                     
Εκτός όμως από τη γλώσσα και τον μύθο, οφείλουμε να ρίξουμε μια ματιά και στην ίδια την κοινωνία της αρχαίας Αθήνας, η οποία είναι και η βασική «κατηγορούμενη» ότι είχε περίπου θεσμοθετήσει την ομοφυλοφιλία. Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια σαφή διάκριση: όταν οι κοινωνίες εκπίπτουν, μπορεί να παρουσιαστούν εκφυλιστικά φαινόμενα. Όμως πρόκειται περί παρακμιακών κοινωνιών. Οφείλουμε, λοιπόν, να εξετάζουμε τις κοινωνίες στην περίοδο υγιούς λειτουργίας τους και όχι στην παρακμή τους. Και η περίοδος του Σόλωνα κάθε άλλο παρά ως παρακμιακή μπορεί να χαρακτηριστεί. Στους νόμους του, λοιπόν, ο Σόλων προέβλεπε: «Αν τις Αθηναίος εταιρήση, με έξεστω αυτω των εννέα αρχόντων γενέσθαι, μηδέ ιερωσύνην ιερώσασθαι, μηδέ συνδικήσαι τω δήμω, μηδέ αρχήν αρχέτω μηδεμιάν, μήτε ενδημον, μήτε υπερόριον, μήτε κληρωτήν, μήτε χειροτονητήν, μηδέ επικυρήκειαν αποστελλέσθω, μηδέ γνώμην λεγέτω, μηδέ εις τα δημοτελή ιερά εισίτω, μηδέ εν ταις κοιναίς στεφονοφορίες στεφανούσθω, μηδέ εντός των της αγοράς περιρραντηριων πορευέσθω. Εάν δε ταύτα τις ποιή, καταγνωσθέντως αυτού εταιρείν, θανάτω ζημιούσθω». 
Και ακόμη «Όστις παρακινεί εις ακολασίαν παίδα, γυναίκα, ή άνδρα έκ τών ελευθέρων ή τών δούλων θέλει ενάγεσθαι ενώπιον τών θεσμοθετών, καί κατηγορείσθαι από τον τυχόντα. Οί δέ θεσμοθέται θέλουν εισάγει τήν δίκην ενώπιον τού δικαστηρίου τής Ηλιαίας εντός τριάκοντα ημερών». 
Με λίγα λόγια, ο παραδιδόμενος στην ηδονή άλλου στερείτο όλα τα  πολιτικά δικαιώματά του και, εάν παρέβαινε ό,τι όριζε ο νόμος, τον τιμωρούσαν ακόμη και με θάνατο! Γνωρίζουμε ότι η κοινωνία και η νομοθεσία, ιδιαίτερα των Αθηνών, ήταν ανεκτικές μέχρι του σημείου που δεν θιγόταν και δεν κινδύνευε η κοινωνική και πολιτική ασφάλεια, το συμφέρον της πατρίδας και η οικογενειακή και ατομική γαλήνη. Εάν Αθηναίος σύναπτε ομοφυλοφιλική σχέση ακόμη και με δούλο, δεν του επέτρεπε ο νόμος  να γίνει μέλος των 9 αρχόντων, να εκλεγεί ιερέας, να είναι συνήγορος του λαού, να ασκήσει εξουσία εντός ή εκτός πόλεως, να σταλεί ως κήρυκας πολέμου, να εκθέσει τη γνώμη του, να εισέλθει σε δημόσιους ναούς, να στεφανωθεί στις δημόσιες στεφανοφορίες, να λαμβάνει μέρος στους περιπάτους που γίνονταν στην αγορά. Και η πιο σκληρή τιμωρία, ο θάνατος ελλόχευε για όποιον πολίτη είχε καταδικαστεί ως ερωτικός σύντροφος και ενήργησε αντίθετα με τον νόμο. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε το ρήμα – κλειδί του νόμου του Σόλωνα: εταιρέω, επί παιδός άρρενος ή θήλεος, χρησιμεύω προς ασελγή σκοπόν επί μισθώ, μισθαρνώ επί τω σώματι έχων εραστήν, Ασχίνη κατά Τμιάρχ. 5.2, ετέρησις –εως, η, (εκ του εταιρέω) το εταιρείν, το επί συνουσίας μισθαρνείν, Ασχίν. 2.43 (λεξ. Liddell-Scott).  Ο Αισχίνης (Κατά Τμιάρχου 12) αναφέρει, επίσης με σαφήνεια, το απαγορευτικό νομοθετικό πλαίσιο για την ομοφυλοφιλία: οι παιδαγωγοί να μην ανοίγουν τα σχολεία πριν την ανατολή του ηλίου και οφείλουν να τα κλείνουν πριν από τη δύση του. Να μην επιτρέπεται σε όσους έχουν μεγαλύτερη ηλικία από τα παιδιά να εισέρχονται στα σχολεία, όσο εντός αυτών βρίσκονται παιδιά, εκτός αν πρόκειται για τον υιό, τον αδελφό ή τον γαμπρό του διδασκάλου. Εάν κάποιος παραβεί την απαγόρευση και εισέλθει στο σχολείο, θα τιμωρείται με την ποινή του θανάτου. Επίσης, οι επικεφαλής της παλαίστρας να μην επιτρέπουν, επ’ ουδενί λόγο, σε ενήλικο να κάθεται μαζί με τα παιδιά στις εορτές του Ερμή. Εάν κάτι τέτοιο συμβεί, ο επικεφαλής της παλαίστρας είναι ένοχος παραβάσεως του νόμου περί διαφθοράς των παίδων.
Και λίγο πιο κάτω συνεχίζει ο Αισχίνης (Κατά Τιμάρχου 16): εάν κάποιος ωθήσει σε ασέλγεια ελεύθερο παίδα, να καταγγέλλεται ενώπιον των θεσμοθετών από εκείνον που έχει την κηδεμονίαν, αφού προηγουμένως αναγράψει στη μήνυση την ποινή που θεωρεί άξια για τον δράστη. Εάν δε ο μηνυθείς καταδικασθεί, να παραδοθεί στους ένδεκα και να θανατωθεί αυθημερόν...

Εραστής και Ερώμενος

Το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα ίσως να αποτελεί το μεγαλύτερο επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες ήσαν στην πλειοψηφία τους ομοφυλόφιλοι ή και παιδεραστές. Όμως, αν οποιοσδήποτε δεν γνωρίζει τη νομοθεσία των Αθηνών και της Σπάρτης, δεν έχει  μελετήσει προσεκτικά την εν γένει κοινωνική συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων και δεν έχει διαβάσει το «Συμπόσιο», τους «Νόμους» και την «Πολιτεία» του Πλάτωνα, τότε είναι πιθανόν ν’ αποκομίσει την άποψη ότι οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία και την παιδεραστία ως μέγα αγαθό. Για  να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε ορθώς τα γραπτά του Πλάτωνα και τις θέσεις του για το συγκεκριμένο ζήτημα (ιδίως στο «Συμπόσιο» και στον «Φαίδρο»), θα πρέπει να γνωρίζουμε τη νομοθεσία και την κοινωνία στην οποία έζησε ο Πλάτων. Μέσω των «Νόμων» ο Πλάτων (Νόμοι 636) καταδικάζει ως αφύσικο τον σαρκικό έρωτα μεταξύ αρσενικών: «Εννοητέον ότι τη θηλεία και τη των αρρένων φύσει εις κοινωνίαν ιούση της γεννήσεως ή περί ταύτα ηδονή κατά φύσιν αποδεδόσθαι δοκεί, αρρένων δε προς άρρενας ή θηλέων προς θηλείας παρά φύσιν» (Είναι λοιπόν κατανοητό ότι η φύσις ωθεί τα θηλυκά να είναι σε επαφή με τα αρσενικά από τη γέννησή τους, και η ηδονή σε αυτά είναι φανερό ότι έχει δοθεί σύμφωνα με τη φύση, ενώ (η επαφή) των αρσενικών με τα αρσενικά και θηλυκών με τα θηλυκά ενάντια στην φύση -παρά φύσιν).                                                                                                                     Ωστόσο, πολλοί υποστηρίζουν πως το «Συμπόσιον» αποτελεί «ύμνο προς την ομοφυλοφιλία αλλά και την παιδεραστία». Έχοντας όμως κατά νου τους «Νόμους» του Πλάτωνα, μπορούμε υποστηρίξουμε με βεβαιότητα τη θέση ότι είναι ανεδαφικός και άδικος ο καταλογισμός στους αρχαίους Αθηναίους (και κατ’ επέκταση στους Έλληνες) της γενικευμένης επίδοσης στην, κοινωνικά αποδεκτή έως θεσμοθετημένη, παιδεραστία αλλά και στην απροκάλυπτη ομοφυλοφιλία. Είναι ισχυρισμός που στερείται οποιασδήποτε νομικής αλλά και λογικής βάσης. Το «Συμπόσιο» γράφτηκε, πιθανότατα το 385 π.Χ., όταν οι Σπαρτιάτες κατέλυσαν τα τείχη της Μαντινείας, της πόλεως που πρωτοστατούσε στην «αντιλακωνική» πολιτική στην Αρκαδία. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα συμπόσια στις αρχαίες ελληνικές πόλεις είχαν αναπτυχθεί ως οργανωμένος κοινωνικός θεσμός με κανονισμούς και καθορισμένη εθιμοτυπία, δηλαδή ήταν κέντρα ανταλλαγής ιδεών και πνευματικών ζυμώσεων (Ι. Συκουρτής, 1934). Με βάση αυτά, πώς μπορεί να ερμηνεύεται ο όρος «έρως», που παρατίθεται στο «Συμπόσιο», ως έχων καθαρά σεξουαλική έννοια; Σε συγκεντρώσεις που κύριο στόχο έχουν την πνευματική ανύψωση του ανθρώπου και τις πνευματικές ζυμώσεις, πώς είναι δυνατόν να λαμβάνουν χώρα πρακτικές και να ευδοκιμούν κοινωνικές συμπεριφορές που, εν τω μεταξύ, ήταν κατακριτέες από την κοινωνία και το νομικό σύστημα; Ίσως η ερμηνεία έρχεται από ένα λάθος στην ερμηνεία λέξεων – κλειδιών: παρερμηνεύουν τις λέξεις «έρως», «εραστής», «ερώμενος»…  Οι λέξεις αυτές δεν χρησιμοποιούνται με τη σημερινή τους έννοια, δηλαδή τη σεξουαλική, αλλά με την (προφανώς) παιδαγωγική - πνευματική. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι ένας αρχαίος έφηβος ζητούσε τη συγκατάθεση των γονέων του για το πρόσωπο που θα τον έβαζε στη ζωή και από το οποίον περίμενε «βελτίων γενέσθαι». Η σχέση μεταξύ των δύο «ήτο φιλίας δεσμός» που επρόκειτο να διατηρηθεί εφ’ όρου ζωής. Γι’ αυτό άλλωστε οι αρχαίοι είχαν φροντίσει να τονώνουν το αίσθημα της φιλίας, δημιουργώντας ζηλευτά παραδείγματα (π.χ. Αχιλλέας και Πάτροκλος, Δάμων και Φιντίας κ.λπ.). Η σχέση εφήβου με τον «εραστήν», δηλαδή τον δάσκαλο, δεν ήταν (και δεν θα μπορούσε) σαρκικός – σεξουαλικός έρωτας όπως εννοείται σήμερα, κάτι που άλλωστε ηθικά και νομικά αποκλειόταν. 
Με τον όρο «έρως» εννοείται η σχέση που βασιζόταν σε αισθήματα βαθύτατης φιλίας και σεβασμού. Στα μάτια του εφήβου ο δάσκαλος-εραστής ήταν η ενσάρκωση του ιδανικού, το ιδεώδες πρόσωπο προς το οποίο απέβλεπε προκειμένου να διαπλάσσει την προσωπικότητά του. Διότι μέσω της παιδεύσεως ο άμορφος έφηβος θα αποκτούσε «πρόσωπον» (=προς τας οπάς, δηλαδή αυτός που θα αποκτούσε το ειδικό βάρος να αντικρίζει τον συνομιλητή του κατάματα). Άλλωστε, αυτή ήταν και η έννοια της Παιδείας στην αρχαιότητα! Και αυτό είναι απολύτως διακριτό από το γεγονός ότι, αν και χρησιμοποιείται η λέξη «εραστής», πουθενά δεν περιγράφεται κάτι που να έχει σχέση με σαρκικό έρωτα. Φαντάζει απίθανο οι γονείς ενός εφήβου να δίνουν την συγκατάθεσή τους, δηλαδή να γίνουν προαγωγοί του ίδιου τους το παιδιού (υπήρχε και τότε το επάγγελμα του προαγωγού!), παραδίδοντάς το σε έναν δάσκαλο που θα το αποπλανούσε. 
Η επιμονή του Πλάτωνα σε αυτή τη σχέση (μαθητεία δίπλα σε δάσκαλο και όχι φοίτηση απλώς σε ένα σχολείο) πρέπει όμως να εξηγηθεί. Για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει, θα μεταφερθούμε νοερώς στην εποχή εκείνη όπου ο Αριστοφάνης ασκεί έντονη κριτική κάνοντας λόγο για ηθική κατάπτωση και παρακμή της αθηναϊκής κοινωνίας, ενώ ο Σωκράτης και ο Πλάτων επαινούν και υμνούν την Σπαρτιατική. Μάλιστα, η περιγραφή της τέλειας κοινωνίας από τον Πλάτωνα αλλά και τον Αριστοτέλη συγκλίνει πάρα πολύ προς το σπαρτιατικό μοντέλο. Τότε η αθηναϊκή κοινωνία μετά από τις λαμπρές νίκες της είχε γίνει αλαζονική, μαλθακή, τα ήθη είχαν ξεπέσει και εμφανίζονταν τάσεις αμφισβήτησης των θεών. Ο Πλάτων βλέπει σαν μόνη λύση την σωστή διαπαιδαγώγηση των νέων, το μπόλιασμά τους με αξίες που είτε χάνονταν είτε είχαν χαθεί, έτσι ώστε, όταν οι νέοι αυτοί γίνουν ενεργοί πολίτες, να διαθέτουν τα πνευματικά και ψυχικά εφόδια εκείνα που θα ήταν ικανά ν’ αντιστρέψουν την ολέθρια πορεία της κοινωνίας. Αυτό όμως δεν μπορούσε να επιτευχθεί μέσω του θεσμοθετημένου ("δημοσίου") σχολείου όπου είχαν διεισδύσει σοφιστές (εξάλλου ο Πλάτων στον «Φαίδρο» εκφράζει την απέχθειά του προς αυτούς), αλλά με ατομική εκπαίδευση. Ο σοφός - σωστός δάσκαλος όφειλε να πάρει κοντά του τον μαθητή και να του δείξει με τον χριστό βίο του τον ιδανικό τρόπο ζωής, να του δώσει το ειδικό έρμα που χρειάζεται κάθε άνθρωπος που θέλει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Μόνον έτσι προχωρούσε ένα βήμα μπροστά η σχέση δασκάλου -μαθητή και γινόταν σχέση εραστή- ερωμένου. Αλλά όχι με τη σεξουαλική έννοια. Με τον όρο «εραστής» δεν νοείται ο εραστής του σώματος και μάλιστα του ανδρικού, πράγμα απεχθές, αλλά του εραστή της αληθείας, της ορθής συμπεριφοράς, αυτής που συμφωνεί με τις αιώνιες ηθικές αξίες. Πλάι σε αυτόν, ο μαθητής θα γίνει και αυτός με τη σειρά του ερωμένος της αλήθειας. Από την τσιμπίδα των ευφάνταστων (το λιγότερο), που θέλουν να μετατρέψουν όλους του επιφανείς αρχαίους σε… ομοφιλόφιλους (!), δεν ξέφυγε ούτε ο ίδιος ο Πλάτων. Ο λογοτέχνης Τάκης Θεοδωρόπουλος στο «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας «Τα Νέα» (9.8.2008), αναφερόμενος στην καταδίκη του Σωκράτη, έγραψε:
«…Όσο για το σύνηθες πορτρέτο της Ξανθίππης, δεν αποκλείεται διόλου να το χρωστάμε στην ομοφυλόφιλη αντιζηλία του Πλάτωνα
Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του ακαδημαϊκού και προέδρου του Κέντρου Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών Κων/νου Ι. Δεσποτόπουλου («Τα Νέα», 23.8.2088), ο οποίος μεταξύ άλλων απαντά τα εξής:  «…Γράφει επίσης ο κ. Θεοδωρόπουλος: “Όσο για το σύνηθες πορτρέτο της Ξανθίππης δεν αποκλείεται διόλου να το χρωστάμε στην ομοφυλόφιλη αντιζηλία του Πλάτωνος”. Αλλά πώς αποτολμήθηκε ο καταλογισμός στον συγγραφέα Πλάτωνα τέτοιας ηθικής μικρότητας, ώστε να εμφανίζει ως «μέγαιρα» την σύζυγο του Σωκράτους από αντιζηλία προς αυτήν; Ο Πλάτων, υπόδειγμα συγγραφικής εντιμότητας, πώς θα καταδεχόταν να περιγράψει με δυσμένεια την ευεξήγητη συμπεριφορά μιας παραπονεμένης γυναίκας για την από τον σύζυγό της παραμέληση κάπως της οικογένειάς του, με την άμισθη ενασχόλησή του σε μέγα έστω πνευματικό έργο;
Αλλά προπάντων πώς είναι δυνατή “αντιζηλία” του Πλάτωνος προς αυτήν; Και πώς αποτολμήθηκε η έκφραση “ομοφυλόφιλη αντιζηλία”; Εάν υπήρχε “αντιζηλία” τέτοιας πηγής, θα έπρεπε να στρέφεται προς άνδρες πρώτιστα και όχι προς γυναίκα. Προπάντων, όμως, πώς αποτολμήθηκε ο καταλογισμός στον Πλάτωνα, ηθικό φιλόσοφο, “ομοφυλόφιλης αντιζηλίας”; Εξάλλου ο Πλάτων (Νόμοι 838e-839a) τοποθετείται επί του θέματος ξεκάθαρα: “κατά φύσιν χρήσθαι τη της παιδογονίας συνουσία, του μεν άρρενος απεχομένους μη κτείνοντας τε εκ προνοίας το των ανθρώπων γένος, μηδ΄ εις πέτρας τε και λίθους σπείροντας… απεχομένους δε αρούρας θηλείας πάσης, εν η μη βούλοιο αν σοι φύεσθαι το σπαρέν”. Και υπάρχουν στους Νόμους και άλλα χωρία με όμοιο ηθικό νόημα…».

Στην Σπάρτη

Από τις κατηγορίες περί ομοφυλοφιλίας δεν απουσιάζει ούτε και η Σπάρτη, παρά το γεγονός ότι δεν συνάδουν τα στρατιωτικά της επιτεύγματα και ο ηρωισμός των ανδρών της με «όμοιες επαφές».  Η κοινωνία της Σπάρτης βασιζόταν στην Ευνομία, η οποία επικράτησε βασιζόμενη στους νόμους του Λυκούργου. Ο νόμος ίστατο πάντων και είναι αδιανόητο η αυστηρή κοινωνία της Σπάρτης, που προετοίμαζε τα παιδιά της να υπερασπίζονται την πατρίδα τους μέχρι του θανάτου τους, να επιτρέπει σχέσεις που αντίκεινται στη φύση. Ο Ξενοφών στην «Λακεδαιμονίων Πολιτεία II» (13) αναφέρει: Ο Λυκούργος, όμως,  επιδοκίμαζε μόνον εάν κάποιος σημαίνων άνθρωπος που θαύμαζε την ψυχική αρετή του παιδιού, προσπαθούσε να κάνει αυτό φίλο με δεσμούς αναμεταξύ τους αμέμπτους και να τον συναναστρέφεται, διότι τούτο θεωρούσε μέσον καλλίστης ανατροφής. Εάν, όμως, παρουσιαζόταν κάποιος επιθυμών το παιδικό σώμα, επειδή ο Λυκούργος θεωρούσε τούτο πολύ αναίσχυντο, νομοθέτησε στην Σπάρτη να απέχουν αυτοί από τα παιδιά, όπως αποφεύγουν εις αφροδισίους (ερωτικές) σχέσεις οι γονείς από τα τέκνα τους και οι αδελφοί από τους αδελφούς τους. Ο ίδιος (Ξενοφώντος Συμπόσιον VIII, 55) αναφέρει επίσης: Οι Λακεδαιμόνιοι, αντιθέτως, πιστεύουν ότι το μόνο αν επιθυμήσει κανείς το σώμα νέου, αυτός δεν είναι δυνατόν πια να επιτύχει τίποτε το ωραίο και το αγαθό, καθιστούν τους ερωμένους τόσον τελείους αγαθούς, ώστε κι αν ακόμη ταχθούν στη μάχη μεταξύ ξένων και όχι στην ίδια πόλη με τον εραστή, εξίσου από αιδώ δεν εγκαταλείπουν τους συμπολεμιστές τους, διότι πιστεύουν ως θεά όχι την Αναίδεια, αλλά την Αιδώ. Ενδιαφέρον όμως έχει και η μαρτυρία του Πλουτάρχου ((Λακεδ. Επιτηδ. 7, 237c) από τον οποίο μαθαίνουμε ότι ο ψυχικός δεσμός μεταξύ των νέων δεν είχε καμία σχέση με τις σωματικές επαφές και ότι στιγματιζόταν ως άτιμος εφ’ όρου ζωής όποιος προσπαθούσε να ασελγήσει:  «Εράν των την ψυχήν σπουδαίων παίδων εφείτο ο δε εγκληθείς ως επ’ αισχύνη πλησιάζων άτιμος διά βίου ην». Ανάλογη μαρτυρία καταθέτει και ο Μάξιμος ο Τύριος στο έργο του «Διαλέξεις»: Θαυμάζει κάποιος άνδρας Σπαρτιάτης έναν έφηβο Λάκωνα, αλλά τον θαυμάζει μόνον όπως θαυμάζουμε ένα πολύ όμορφο άγαλμα. Διότι η σωματική απόλαυση που προέρχεται από την ΥΒΡΙ δεν επιτρέπεται μεταξύ τους. Επίσης, από τον Αιλιανό (Ποικίλη Ιστορία» III, 12) μαθαίνουμε: Ο Σπαρτιατικός έρωτας δεν είχε σχέση με αισχρότητες. Εάν ποτέ κάποιος έφηβος επιχείρησε να ασελγήσει εις βάρος άλλου, δεν συνέφερε σε κανέναν από τους δύο να καταντροπιάσουν την Σπάρτη. Σε τέτοια περίπτωση ή εξορίσθηκαν ή, και κάτι χειρότερο, έχασαν τη ζωή τους. Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε δεκάδες αναφορές που αποδεικνύουν ότι οι σχέσεις μεταξύ αρσενικών δεν ήταν αυτές που φαντάζονται πολλοί, είτε λόγω παρεξηγήσεως αρχαίων λέξεων των οποίων όμως σήμερα η σημασία είναι διαφορετική, είτε κινούμενοι από ιδιοτέλεια και από ελατήρια απενοχοποιητικά των δικών τους επιλογών. Όχι ότι δεν υπήρχαν τέτοιες σχέσεις και στην αρχαιότητα.  Φυσικά μα αυτό δεν ήταν ο … κανόνας, όπως θέλουν κάποιοι να μας πείσουν, και φυσικά δεν υπήρχε καμία μα καμία υποψία θεσμοθέτησης. Οι αρχαίες κοινωνίες δεν χειροκροτούσαν την ομοφυλοφιλία. Απλώς την ανέχονταν στο πλαίσιο ενός μικρού φυσιολογικού ποσοστού απόκλισης από το φυσιολογικό. Σε καμία περίπτωση όμως δεν την προωθούσαν ως ιδανικό, ιδιαίτερα για τους νέους. Ασφαλώς και δεν έκαιγαν στην πυρά τους ομοφυλόφιλους. Απαιτούσαν όμως να το γνωρίζει η κοινωνία, έτσι ώστε να μην έχουν κανένα δικαίωμα σε δημόσια αξιώματα. Εφόσον το έπρατταν, δεν τους ενοχλούσε κανείς, στην αντίθετη περίπτωση ο πέλεκυς του νόμου ήταν βαρύς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου