Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Δυο κόσμοι – ο θάνατος του δυτικού πολιτισμού

 

Δύο αποχωρήσεις από τη ζωή. Δύο διαφορετικοί κόσμοι.

Δύο σκηνικά κηδείας που υπενθυμίζουν πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος μας, πόσο έχουν επικρατούν στην κοινωνία μας, ολοένα και περισσότερο, οι ελεεινές οπτικές ζωής και το  μηδενιστικό τίποτα!

Ο πρώτος θάνατος είναι του Μίκη Θεοδωράκη, του «Μίκη των Ελλήνων», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται. Του ανθρώπου που κατάφερε να μάθουν και να κατανοήσουν οι Έλληνες τους μεγάλους ποιητές μας (Σεφέρη, Ελύτη, Κάλβο, Σικελιανό, Ρίτσο, Βάρναλη, Χριστοδούλου και άλλους). Τραγουδούσε «οξειδώθηκα μεσ’ τη νοτιά των ανθρώπων», «πάνω στην άμμο την ξανθή…» ο οικοδόμος, ο θαμώνας της ταβέρνας, ο καθηγητής αλλά και ο αγρότης…

Του Μίκη, που έκανε γνωστή την ελληνική μουσική στα πέρατα της οικουμένης βάζοντας ανεξίτηλη ελληνική πινελιά στον παγκόσμιο μουσικό πίνακα.

Ο «άλλος Μίκης», ανεξάρτητα αν κάποιος συμφωνούσε μαζί του ή όχι, ήταν ο πολιτικός, ενίοτε δε και αντιφατικός μέχρι το τέλος. Ήταν αυτός που έδωσε τη ζωή του, το είναι του, στον αγώνα γι΄ αυτά που πίστευε. Δεν δίσταζε όμως να πάρει θέσεις ακόμη και αντίθετες με την κεντρική πολιτική ιδεολογία του. Δεν βολευόταν εύκολα γιατί ήταν καλλιτέχνης με μεγάλη την αίσθηση της ελευθερίας. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι, πάντα πίστευε βαθιά και πάλευε, για την ενότητα των Ελλήνων: «Και τα μαχαίρια μπήγουνε/βαθιά μέσα στο χώμα./Κι απέκει ανέβλυσε νερό/να πιεις να ξε, να πιεις να ξεδιψάσεις», έγραψε στο «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», σε χρόνο που οι Έλληνες ήταν απόλυτα χωρισμένοι στα δύο και η δημοκρατία  διαρκώς ζητούμενη.  

Από την άλλη πλευρά ένας νέος άνθρωπος, γέννημα – θρέμμα της ψηφιακής εποχής των μίντια,  ο τράπερ Mad Clip, έφυγε από τη ζωή όταν η «πόρσε» που οδηγούσε (πιθανότατα μεθυσμένος) με μεγάλη ταχύτητα έπεσε επάνω σε ένα δέντρο.

Ήταν ένας τύπος που, όπως έλεγε στα τραγούδια του, που «τον γούσταραν τα μουνάκια και φόρτωνε τα ξέκωλα, τα ξέκωλα» για να ΄χει αμάξι ακριβό για να τρέχει σαν δαίμονας, και γενικώς να κονομάει. Με κάτι τέτοια πορεύτηκε στη σύντομη ζωή του και δεν τον έπαιρναν με τα γιαούρτια. Αντίθετα, είχε φανατικό κοινό νεαρόκοσμου και έβγαζε (προφανώς) πολλά λεφτά. Ο ξαφνικός θάνατός του προκάλεσε συγκίνηση σε έφηβους αλλά και σε γονείς εφήβων, αγοριών και κοριτσιών που έσπευσαν να του αποδώσουν τιμές!

«Δεν φρίκαρα όπως τόσες φίλες και τόσοι φίλοι που βρήκαν φρικαλέες τις εικόνες από την κηδεία όπως βρήκαν φρικαλέο και απαράδεκτο τον τρόπο που έχασε την ζωή του, όπως έβρισκαν φρικαλέα και την μουσική, όπως έβρισκαν φρικαλέα και την ίδια του την ύπαρξη ακόμα – η δημοτικότητά του μια ασυγχώρητη προσβολή στα ιδεολογικά και αισθητικά κεκτημένα και στις πολύτιμες ευαισθησίες μας», έγραψε σήμερα ο Δημήτρης Πολιτάκης στη Lifo.


«Περνάτε καλά;»

Δεν υπάρχει πρόθεση και λόγος για σύγκριση των δύο νεκρών. Σε κανένα επίπεδο!  

Από τη μια ο τεράστιος Μίκης και από την άλλη ένας τύπος με έργο και βίο «χλιμίτζουρα» που ασχολήθηκε με ένα πράγμα που έχει τόση σχέση με τη μουσική όσο το φως με το σκοτάδι.  

Στον Μίκη της μουσικής και των ποιητών, πηγαίνουν για το ύστατο χαίρε χιλιάδες κόσμου, ανώνυμοι (κυρίως) αλλά και επώνυμοι τραγουδώντας μελωδίες του που παραμένουν ολοζώντανες πάνω από μισόν αιώνα.

Στον τράπερ πηγαίνουν άγουρα παιδιά σηματοδοτώντας τη στροφή των αξιών της ζωής μας, την αποτυχία του δυτικού πολιτισμού που είναι πλέον αποκλειστικά υλιστικός και αδιέξοδος.

Μια μαζική συμμετοχή που επιβεβαιώνει ότι η σημερινή κοινωνία σκοτώνει την προσωπικότητα, εξοντώνει τα άτομα διαλύοντας την πραγματική ατομικότητά τους. Βρίσκουν υπόσταση στο μαζικό, το εφήμερο, το φτηνιάρικο γιατί δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος δημιουργίας της δικής τους προσωπικότητας που θα ξεχωρίσει στο κοπάδι. Βολεύονται με τον κάθε τράπερ, έστω κι αν αντιμετώπιζε  τους ίδιους όπως ο χασάπης το κρέας στον πάγκο του. Αν τους βρίζει, αν επιθυμεί την κακοποίηση, την εκπόρνευσή τους.

Το μόνο που τους ενδιαφέρει «να περάσουμε καλά» έστω για μια – δυο ώρες. Άλλωστε αυτό είναι –χρόνια τώρα- και το τηλεοπτικό – συναυλιακό ερώτημα – σύνθημα: «περνάτε καλά;». Αυτό που αποσιωπούν όμως είναι αν, για να "περνούν καλά",  καταναλώνονται τα, αναγκαία για την υποκουλτούρα, "βοηθήματα" ήτοι αλκοόλ και ναρκωτικά. Αυτά πουλάνε μαζί με τους χυδαίους στίχους και τον ρυθμό βίας. Μέσω αυτών κάποιοι οικονομούν πολλά χρήματα και γι' αυτό συντηρείται στο παρασκηνιακό προσκήνιο. 

Γι’ αυτό και έσπευσαν στον τράπερ πολλά από τα πλαστικά - κιτς πρόσωπα της εγχώριας λεγόμενης «σόου μπιζ». Παρόμοια προϊόντα υποκουλτούρας και αδιέξοδου "εγώ" προσφέρουν κι αυτοί. Μόνο που το τυλίγουν καλά με γυαλιστερό σελοφάν που επέλεξαν διάφοροι "σπουδαγμένοι"…


Επειδή όμως η Ιστορία γράφει με τη γραφίδα της Μνημοσύνης, μετά την πάροδο μερικών ετών, η γενιά που έρχεται δεν θα μάθει τον τράπερ και η γενιά που σήμερα τον τιμά θα έχει μεγαλώσει. Η πλειοψηφία της θα κρύβει ότι «ήταν εκεί», γιατί θα έχει καταλάβει στοιχειωδώς κάποια πράγματα από τη ζωή. 
Όμως, τις επόμενες γενιές τις περιμένου άλλοι του ιδίου (ή και χειρότερου) φυράματος, διότι είναι νομοτέλεια η αποσύνθεση της ύλης και αυτών που δημιουργεί ο άνθρωπος. Όσο πιο φτηνά τόσο πιο σύντομα η αποσύνθεση. Στη διαδικασία αυτή βρίσκεται ολόκληρος ο δυτικός κόσμος, ο οποίος, εδώ και χρόνια, έχει χάσει την ελπίδα για κάτι καλύτερο στο μέλλον. Το αποδεικνύουν άλλωστε οι δείκτες γεννήσεων… 

ΥΓ. Το πώς θα αντιμετωπίσει στο μέλλον η συλλογική Μνήμη τον Μίκη δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε…       

Πάρις Πέτρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου