Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός ο "αρχίατρος" της Επανάστασης

"Όλα τα έθνη του κόσμου σχεδόν,

εκτός των Κινέζων, ήρπασαν και έκλεψαν 

αρχαιότητας από την Ελλάδα". 

Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός (περιήγησις της Ελλάδος και πόλεμοι αυτής αρχαίοι και νεώτεροι, Α΄, 41).


Το 1965, το Διεθνές Συμβούλιο των Αδελφών Νοσηλευτριών, καθιέρωσε τη 12η Μαΐου, ως παγκόσμια ημέρα νοσηλευτικού προσωπικού προς τιμήν της βερετανίδας Φλόρενς Ναϊτινγκέιλ (1820-1910) η οποία πρωταγωνίστησε στην αλλαγή των κακών υγειονομικών συνθηκών που επικρατούσαν στα νοσοκομεία της εποχής της.

Οι προσπάθειές της να περιθάλψει τους στρατιώτες στον πόλεμο της Κριμαίας την έκαναν γνωστή στον κόσμο ως «Αγγελο της Κριμαίας».  Ωστόσο, η υπόθεση των υγειονομικών υπερβαίνει τον πόλεμο της Κριμαίας φέρουσα και ελληνική σφραγίδα. 

 Ο Διονύσης Πύρρος ο Θετταλός, ως ιατρός στα χρόνια της δουλείας ήταν, όπως έγραψε ο ακαδημαϊκός Μαρίνος Γερουλάνος (πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών 1940, σελ. 221) «ενθουσιώδης ήρωας της Επαναστάσεως όστις ως ιατρός στην Πελοπόννησον και νήσους περιεχόμενος, τας σωματικάς του λαού παθήσεις εθεράπευσε και εις την ψυχήν το βάλσαμο της ταχείας του Εθνους αποκαταστάσεως ενέχεεν». 


Υπήρξε το κυρίως υγειονομικό πρόσωπο της επανάστασης του 1821 και όπως θα λέγαμε σήμερα, ο γενικός Αρχίατρος των αγωνιζομένων Ελλήνων.
Εκπαίδευσε πολλούς και ποικίλους πρακτικούς ιατρούς που λέγονταν καλογιατροί, κομπογιανίτες, σπαζογιατροί (ορθοπεδικοί) εξασκώντας έτσι όσους το επιθυμούσαν σε επιστημονική βάση.

 

Ο βίος και οι σπουδές

 

Γεννήθηκε το1774 ( ή 1777) στην Καστανιά Τρικάλων. Το πατρικό του όνομα ήταν Πούρος ή Μπούρος αλλά έμεινε στην ιστορία ως Διονύσιος Πύρρος ό Θετταλός. Ορφάνεψε από πατέρα σε ηλικία πέντε ετών, ενώ είχε έναν αδελφό, τον ιερομόναχο Ιωακείμ. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην Καστανιά και αργότερα, χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος στη μονή Μεταμορφώσεως των Μετεώρων. Στα Τρίκαλα διδάχθηκε την ελληνική γραμματική από τον Κοζανίτη Στάμκο και ακολούθως στον Τύρναβο όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του Ιωάννη Πέζαρου. Ακολούθως ξεκίνησε τη μεγάλη περιοδεία του στον ελλαδικό χώρο: Θεσσαλία, Μακεδονία, Άγιον Όρος, Λήμνος, Τένεδος, Θράκη που ολοκληρώθηκε με την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, αφού εργάσθηκε αρχικά ως οικοδιδάσκαλος και αργότερα ως γραμματέας του μητροπολίτη Χαλκηδόνας Ιερεμία, χειροτονήθηκε ιερέας. Στη συνέχεια, μαζί με τον αδελφό του Ιερομόναχο Ιωακείμ, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, επιθυμώντας να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Παρέμεινε για δύο χρόνια ( 1803-1805) στις Κυδωνίες όπου παρακολούθησε  μαθήματα στο κέντρο ελληνικής παιδείας που ήταν φημισμένο σχολείο της εποχής. Διδάχθηκε μαθηματικά, φυσική και φιλοσοφία από τον Βενιαμίν τον Λέσβιο και αρχαίους Έλληνες συγγραφείς από τον Γρηγόριο. Στη Χίο συμπλήρωσε την μόρφωσή του με μαθήματα ρητορικής, θεολογίας και αστρονομίας από τον Ιωάννη Τσελέπη. 




Επέστρεψε στη Μικρά Ασία όπου δίδαξε για μικρό χρονικό διάστημα. Αναζητώντας και άλλη μόρφωση μετέβη στην Ιταλία εφοδιασμένος με συστατικές επιστολές προυχόντων της Χίου προς τους εμπόρους του Λιβόρνο. Επέστρεψε στην πατρίδα του για λίγο  και, διά μέσου Κέρκυρας έφθασε  στην Νεάπολη και συνέχισε το ταξίδι του στην Τοσκάνη. Εκεί δέχθηκε πρόταση των ορθοδόξων του Λιβόρνο να αναλάβει εφημέριος της τοπικής εκκλησίας, για τους επόμενους οκτώ μήνες. Στη συνέχεια, επισκέφθηκε την Πίζα, την Φλωρεντία, την Μπολόνια και το Μιλάνο και παρακολούθησε πρακτικά μαθήματα αστρονομίας και μαθηματικών. Στον επόμενο σταθμό του, την Παβία, εγγράφηκε στο πανεπιστήμιο (1807) όπου σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία. Τον Απρίλιου του 1813 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα, ενώ το επόμενο χρονικό διάστημα παρακολούθησε μαθήματα στις ακαδημίες Μιλάνου και Πάντοβας. Οι σπουδές του και η πορεία του στην Ευρώπη ολοκληρώθηκαν στο πανεπιστήμιο της Βιέννης.  Ενώ σκόπευε να επιστρέψει στην Χίο για ν’ ασκήσει το επάγγελμα του γιατρού, κατέληξε στην Ζάκυνθο και στη συνέχεια στην Πάτρα. Επόμενος σταθμός του η Αθήνα όπου ο ηγούμενος της μονής των Αγίων Ασωμάτων, Διονύσιος Πετράκης, τον έπεισε να μείνει και να διδάξει ιατρική, φυσικές επιστήμες και φιλοσοφία. Παρέμεινε στην Αθήνα επί δύο έτη (μέχρι το 1815). Εκεί ίδρυσε το πρώτο επιστημονικό σχολείο, από όπου απεφοίτησαν οι πρώτοι γιατροί και έναν βοτανικό κήπο με 300 είδη φυτών καθώς κι ένα ορυκτολογικό μουσείο στο σπίτι του Δημήτρη Καλλιφρονά.

Για οικονομικούς κυρίως λόγους, το 1815 η επιστημονική σχολή Αθηνών  διαλύθηκε. Έτσι, ο Θετταλός μετά από μια οκτάμηνη παραμονή στην Χαλκίδα όπου μετέβη μετά από παράκληση του πασά της Εύβοιας Οσμάν, προσφέροντας τις ιατρικές του υπηρεσίες, αποφασίζει να περιοδεύσει στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο για ένα διάστημα είκοσι μηνών. Ο ίδιος γράφει: « …εκίνησα και έκαμα την περιήγησιν της Ελλάδος, η οποία μέχρι τούδε έμεινεν ατύπωτος. Δέκα έξ μήνας έκαμα εις την περιήγησιν της Ελλάδος και πολλά εδαπάνησα εις την οδοιπορίαν μου, πλήν έμεινα κατά πολλά ευχαριστημένος ιδών τα πάντα…». 

Οι τόποι που επισκέπτεται είναι η Μεγαρίδα, η Βοιωτία, η Φωκίδα, η Αιτωλία, η Πελοπόννησος  και τα νησιά Σπέτσες, Ύδρα, Πόρος, Κύθηρα, Σύρος και Τζιά. Συνέγραψε δύο τόμους του έργου του «Περιήγησις της Ελλάδος και πόλεμοι αυτής αρχαίοι και νεώτεροι». Στον πρώτο  περιέχονται: Εισαγωγή, Γενική καταγραφή της Ελλάδος, Αρχαίοι και νεώτεροι πόλεμοι αυτής, Αττικά και Ελευσινιακά, Μεγαρικά, Βοιωτικά και Ευβοϊκά, Λεβαδιακά, Λοκρικά, Φωκικά, Ναυπακτιακά και Αιτωλικά. Στον δεύτερο τόμο περιλαμβάνονται: Κορινθιακά και Σικυωνικά, Αχαικά, Ηλιακά και Τριφυλιακά, Αρκαδικά, Μεσσηνιακά, Λακωνικά, Αργολικά, Κύθηρα, Σπέτσες, Ύδρα, Πόρος, Αίγινα, Σαλαμίν και Κέως. Το κεφάλαιο Αργολικά θα πρέπει να το συμπλήρωσε και μετά το 1815 γιατί αναφέρει γεγονότα που έγιναν αργότερα όπως η καταστροφή του Δράμαλη (1822) και η δημιουργία του χαρτοποιείου του το 1829.  

Στην Κωνσταντινούπολη έφθασε το 1818, όπου Πατριάρχης ήταν ο Κύριλλος. Στις 14 Ιανουαρίου του 1819, ο νέος Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ τον γνωρίζει με τον αρχίατρο  του σουλτάνου Μουσταφά Πεχξέτ, ο οποίος τον εφοδιάζει με την  απαιτούμενη άδεια (χάτι) άσκησης ιατρικού επαγγέλματος. Εργάζεται ως γιατρός τα επόμενα δύο χρόνια και στις 20 Φεβρουαρίου του 1820 ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ τον τιμά με το αξίωμα του «αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού θρόνου» αναθέτοντας του συγχρόνως καθήκοντα ιεροκήρυκα.

 « … δεν απέρασε πολύς καιρός και ο Κόσμος τότε ανακατώθη, εν μια δε των ημερών, εις την οποίαν τότε εγίνετο το συμβούλιον παρά του σουλτάνου και των λοιπών εγκρίτων της αυλής του, δια να κακοποιήσωσι τους Χριστιανούς, ο άνω θεραπευθείς Τεσερφατσή Εφέντης, μοι λέγει μυστικώς εις την οικίαν του, ότι δια δύω, ή τρεις ημέρας, αφεύκτως πρέπει να αναχωρήσω από την Κωνσταντινούπολιν, και ύστερον, ας επιστρέψω, και τότε εάν θέλω να με κάμωσι και Πατριάρχην σχεδόν, επειδή και τότε οι Τούρκοι είχον σκοπόν να θανατώσωσι τον Πατριάρχην και τους Χριστιανούς της πόλεως, τούτο ακούσας ετρόμαξα…».

Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, βρισκόταν στο Άγιον Όρος όπου επιχείρησε να φτιάξει πυρίτιδα για τον αγώνα αλλά δεν τα κατάφερε λόγω έλλειψης πρώτων υλών. Με εντολή της κοινότητας του Αγίου Όρους περιόδευσε στη Σκόπελο, την Ύδρα και τις Σπέτσες προκειμένου να πειστούν οι προεστοί να στείλουν βοήθεια στις απειλούμενες μονές. Βρέθηκε στην Τρίπολη όπου βοήθησε τους τραυματίες του αγώνα και συνέβαλλε στην καταπολέμηση της πανούκλας που έπληττε την πόλη.


Το 1827 επιχείρησε να οργανώσει στο Μιστρά, το πρώτο χαρτοποιείο στην Ελλάδα για τις ανάγκες των πυροβόλων όπλων των αγωνιστών. Η επιδρομή του Ιμπραήμ τον ανάγκασε να εγκαταλείψει χαρτί και μηχανήματα και, μέσω Κυθήρων, κατέφυγε στο Ναύπλιο. Το 1829, με την συνεργασία του Νικηταρά ίδρυσε νέο «χαρτουργείο» όπως το αποκαλεί, στον «μύλο του Ερασίνου», στο Κεφαλάρι. Όμως και αυτή η προσπάθεια δεν τελεσφόρησε. Οδηγήθηκε στην χρεοκοπία αφού ο Καποδίστριας δεν χρηματοδότησε το έργο, λόγω ελλείψεως πόρων. Όταν δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας φυλακίστηκε για 15 ημέρες, επειδή ήταν φίλος και παλαιός δάσκαλος του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη.

Το 1835 πήγε στην Αθήνα όπου τύπωσε πολλά από τα βιβλία του και στη συνέχεια έφυγε ια το Βουκουρέστι, το Ιάσιο και την Κωνσταντινούπολη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του βρισκόταν στην Αθήνα όπου ασκούσε την ιατρική με μεγάλη επιτυχία και έγραφε βιβλία. Λόγω αμοιβαίας αντιπάθειας με τον Όθωνα δεν επιδίωξε να διοριστεί καθηγητής στο  πανεπιστήμιο αλλά και κανένας δεν τον πρότεινε. Πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου του 1853 στην Αθήνα.

 

Η Ελληνίδα νοσοκόμα

 

Ο Διονύσιος Πύρρος ήταν ο επιστήμονας που εκπαίδευσε την πρώτη Ελληνίδα νοσοκόμα-νοσηλεύτρια, την «Ελένη Βάσσου Μαυροβουνιώτου» που πρέπει να θεωρείται η πρώτη αδελφή νοσοκόμα στον ελλαδικό χώρο. Εκπαιδεύτηκε ιατρικώς και χειρουργικώς και με τη σειρά της εκπαίδευσε και άλλες γυναίκες για να περιποιούνται τα τραύματα των αγωνιστών του 1821. Όπως ανέφερε ο καθηγητής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Γεώργιος Αντωνακόπουλος, στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη γενέτειρά του Πύρρου, την Καστανιά το 1990
«η συμβουλή του Διον. Πύρρου στην Επανάσταση υπήρξε σημαντική και ποικιλότροπη (…) Σε πολλές άλλες περιπτώσεις ο Δ.Π. προσέφερε τις Ιατρικές του γνώσεις αγόγγυστα, σύμφωνα με τον όρκο του Ιπποκράτη. Όταν ξέσπασε η επιδημία της πανώλης αμέσως μετά την άλωσή της από τους Έλληνες, έτρεξε στην Τρίπολη της Αρκαδίας όπου όπως ο ίδιος αναφέρει, ηγωνιζόμην να θεραπεύσω τους αδελφούς μου Χριστιανούς επειδή τότε ουδείς ιατρός ευρίσκετο εις Τρίπολην».




Τότε ενοσήλευσε και τον Γώργιον Μαυρομιχάλην ασθενήσαντα από τύφον. Αργότερα ο Πύρρος συνέβαλε στην αντιμετώπιση επιδημίας στο Ναύπλιο όπου λόγω του συναχθέντος πλήθους «νόσος επέπεσεν δεινήν».
Στην ίδια πόλη το 1831 «δεκάτω έτει της ελληνικής ελευθερίας» τύπωσε το «Εγκόλπιον των ιατρών» περιέχουν ποικίλη ιατρική ύλη. Το εν λόγω Εγκόλπιον γνώρισε επανειλημμένες εκδόσεις, η τελευταία των οποίων έγινε στη Νέα Υόρκη το 1916.
Το 1835 ιδρύθηκε η Ιατρική Εταιρεία Αθηνών, της οποίας πρόεδρος διορίστηκε ο Πύρρος, για να παραιτηθεί όμως γρήγορα βαθιά απογοητευμένος για το κλίμα που επικρατούσε στις συνεδριάσεις της (!)
Το 1837 ιδρύθηκε το Οθώνειο Πανεπιστήμιο. Κατά τα γραφόμενα του Πύρρου «τινές φίλοι μου ιατροί με επαρεκίνησαν να γράψω αναφοράν και να καταταχθώ διδάσκαλος εις ένα μάθημα των Επιστημών, να παρακαλώ τους διδασκάλους να ενδώσουν. Λοιπόν μήτε αυτοί με επαρακάλεσαν, μήτε εγώ επαρακάλεσα αυτούς και ούτως έμεινα έξω...».
Η νεοελληνική πραγματικότητα απογοήτευσε και τότε -όπως και σήμερα- τους υψηλόφρονες και τους άξιους!

*Με πληροφορίες και από την "Αργολική Βιβλιοθήκη και το άρθρο του Στέφανου Μιστάρα,
Φυσικό-Ιστοριοδίφη που δημοσιεύθκε στην "Ελευθερία Λάρισας" στις 27.5.2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου