Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Ιδιωτική οδός

Οδυσσέας Ελύτης

Η ιδιωτική οδός κόβει μεσ’ απ’ τον χρόνο. Πας πιο γρήγορα σπίτι σου από την Κωνσταντινούπολη. Και πάλι, το σπίτι σου δεν είναι ακριβώς εκείνο πού ήξερες. Είναι μια αγροικία μεγάλη
με διπλές πέτρινες σκάλες σαν εκείνη του Πούσκιν στην Κριμαία. Παράδειγμα στην τύχη φέρνω.
Κάποτε συμβαίνει να προλαβαίνεις τα πράγματα στην παιδική τους ηλικία: το αυλιδάκι, το κουζινάκι, τη λεμονίτσα, τις λιμνούλες. Αντιλαμβάνεσαι πόσο λίγη σημασία έχει ο χρόνος, αν δεν είσαι ληξίαρχος. Και ρίχνεις την καθετή σου μέσα στα γεγονότα για ν’ ανασύρεις, απλώς, λίγην ευφράδεια νερών, μιαν αντανάκλαση, μια κυανή διαφάνεια. Τ’ άλλα, και δη σε κατάσταση ωμή, σου είναι άχρηστα. Βγάνουν συμφέρον, οξυγόνο δε βγάνουν. Κι η φρόνηση της ελαίας από κοντά.
Είναι ανοιχτή για τον καθένα μας η ιδιωτική του οδός. Και όμως· την ακολουθούν ελάχιστοι. Μερικοί, μόνον όταν συμβεί μια ή δυο φορές στη ζωή τους να είναι ερωτευμένοι. Κι οι υπόλοιποι ποτέ. Είναι αυτοί που αποχωρούν μια μέρα από τη ζωή χωρίς να έχουν πάρει καν είδηση τι τους συνέβη. Και είναι κρίμας. Είναι κρίμας αυτός ο ισόβιος εγκλεισμός στην κιβωτό της Ανάγκης, με καθηλωμένες τις αισθήσεις σε υπηρετικό επίπεδο. Και να ‘φταιγε μόνον η έλλειψη παιδείας; Εδώ κι ένας αμπελουργός ή ένας ψαράς, εάν είναι αυθεντικοί, φτάνουν από την άποψη της συνειδητοποίησης των δρωμένων στον ίδιο βαθμό που φτάνει και ο ποιητής. Μυριάδες ανεπαίσθητες δονήσεις από την πυρωμένη γης ή το πρωινό πέλαγος επενεργούν επάνω τους, με αποτέλεσμα ο ψυχισμός τους να δέχεται και ν’ αποταμιεύει εγχαράξεις ανώνυμα θεϊκές.
Κάτι άλλο συμβαίνει λοιπόν· που σφραγίζει την ψυχή και σ’ εμποδίζει να πάρεις θέση απέναντι στο δίλημμα που δεν έπαψε ποτέ να θέτει με τον πιο απλό τρόπο η ζωή και στο πρακτικό και στο θεωρητικό επίπεδο. Ή παραμένεις με τις πέντε σου αισθήσεις αγύμναστες και τον ψυχικό σου κόσμο εκτεθειμένο σε συμβάντα επιφανείας που απλώς καταγράφεις, οπόταν, μείον τη διαφορά της ποιότητας, τοποθετείσαι στην ίδια παράλληλο με τα λαϊκά τραγούδια και τα’ αναγνώσματα των εβδομαδιαίων περιοδικών· ή αποδέχεσαι, κατ’ αρχήν, την ύπαρξη μυστηρίου, οπόταν θέτεις υπό αμφισβήτηση τα εξαγόμενα κάθε πρωτοβάθμιας εμπειρίας και εισχωρείς με μια βαθιά τομή στην πραγματικότητα, επιδιώκοντας ν’ ανασυνθέσεις το φαινόμενο της ζωής βάσει των στοιχείων που σου προσκομίζουν, η αποδεσμευμένη από κάθε προκατάληψη σκέψη, αφ’ ενός· και αφ’ ετέρου, οι ασκημένες, όπως ένα λαγωνικό, αισθήσεις που ενίοτε αν είσαι τυχερός τις βλέπεις να επιστρέφουν από τα πεδία όπου τις είχες εξαπολύσει, κρατώντας στα δόντια τους θηράματα της ίδιας σπουδαιότητας μ’ αυτά που κατά καιρούς έχουν επιτύχει να «χτυπήσουν» οι θρησκείες.
Δυστυχώς, η ανθρωπότητα παράγει πολύ αίσθημα και ολίγο πνεύμα. Και το πολύ τρώει το λίγο. Δεν το λέω σχετλιαστικά· το λέω με λύπη. Επειδή το πολύ σπαταλιέται και συσσωρεύεται σε τόσο μεγάλες ποσότητες που καταντά ν’ αποκλείει κάθε προσέγγιση προς το Ουσιώδες. Και το δάκρυ, το πιο ιερό πράγμα, με το να θολώνει τα μάτια (και τον νου) γίνεται η αιτία που συγχέουμε στην τέχνη την ομιλία σε πρώτο πρόσωπο με την ιδιωτική περίπτωση του δημιουργού. Έτσι, μοναδικό μας κριτήριο απέναντι σε κάθε δημιούργημα έφτασε να’ ναι η «συγκίνηση» και μόνον. Είναι όμως έτσι; Αυτό είναι το σωστό;
Προσωπικά, δεν θυμάμαι ποτέ να δοκίμασα συγκίνηση απέναντι στον Παρθενώνα ή την Ιλιάδα, στις ψηφιδογραφίες της Ραβέννας ή τον Σολωμό. Δόνηση, ναι. Δέος, ναι· αν όχι και απορία: πως γίνεται, πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος τόσο από τη φύση του υπό, να φτάνει σ’ ένα τέτοιο υπέρ. Να ευθειάσει ή να καμπυλώσει τις γραμμές στο μάρμαρο, στη γλώσσα, στους ήχους, με τόση ακρίβεια που να υπακούουν και να μας παραδίδονται τα στοιχεία του κόσμου όπως θα θέλαμε να είναι, όπως τα ζητά η ψυχή μας και όπως όλες οι πιθανότητες δείχνουν ότι θα μπορούσαν να είναι. Αλλά το ίδιο, υπό τον όρο της υψηλής ποιότητας, παρατηρούμε σε πιο μικρή κλίμακα: στ’ αρχαϊκά ειδώλια και τον Αρχίλοχο, στις λαϊκές Βαϊφόρους και τον Θεόφιλο, στην Παραπορτιανή και το Ρόδον το Αμάραντον.
Πνεύμα που για να το εισδεχθείς πρέπει να κάνεις άλμα πάνω από τη συγκίνηση. Και να’ χεις την ψυχή σου στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη. Από ‘κει μιλάει ο κόσμος. Από ‘κει βρίσκεις την ιδιωτική σου οδό. Πιο καλά θάλλουν τα λουλούδια στον Επιτάφιο. Μυρίζει έρωτα η εκκλησία. Η ζωή μένει και δεν τελειώνει. Εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου